Βρίσκεστε εδώ:Αρχική>>Ιστορίες

the roots web banners 06

Ιστορίες

02.03.2013 | 00:18

Από το jaquou.wordpress.com

Όταν έπεφτε το βράδυ, ότι ώρα έπερνε να σκοτεινιάσει, εκεί που χειμώνιαζε ή λίγο πριν την άνοιξη, κάποιος πάντα πήγαινε στην κάβα καθώς επιστρέφαμε. Ανάξιο λόγου πως μετράγαμε τα κέρματα στο πορτοφόλι. Άξιο λόγου μόνο το ένα μπουκάλι κονιάκ και το ένα μπουκάλι κοκακόλα. Τα πιο φτηνά. Έφταναν. Ήμασταν πάντα εμείς οι τέσσερις στο διόροφο σπίτι. Στο ισόγειο. Στο ίδιο δωμάτιο. Συχνά πυκνά ερχόταν κι άλλοι φίλοι. Στο πάτωμα , στους καναπέδες. Οι τέσσερις ήμασταν σχεδόν κάθε απόγευμα εκεί. Αφού το ραντεβού ήταν άλλωστε απο το πρωί στον μακρόστενο κοκκινωπό κεντρικό διάδρομο της σχολής. Μέχρι το βράδυ που ανοίγαμε το κονιάκ και βάζαμε παγάκια και κοκακόλα και μουσική και ξεκινούσαμε να συζητάμε και το κουβεντολόι τελείωνε όταν πια έκλειναν τα μάτια και τέλειωνε και το μπουκάλι, ή σχεδόν. Και κάπου εκεί έπρεπε να γυρίσουμε σπίτια μας. Και γυρνούσαμε. Και μπορεί κιόλας να καβαλάγαμε τη μηχανή και να γυρνούσαμε.

28.02.2013 | 02:46

Γράφει ο tsalapetinos

Χαμογελάω. Το βλέπεις. Κατάμαυρο γυφτάκι, δίπλα στη θάλασσα. Ηλικία; Αδιευκρίνιστη. Ενώ σε όλες τις παιδικές φωτογραφίες υπάρχει στην πίσω πλευρά με ωραία γράμματα, σχολαστικά σημειωμένος ο τόπος, η ημερομηνία και η ηλικία -υπολογισμένη με ακρίβεια ημέρας- σε αυτή τίποτα. Υπολογίζω ότι είμαι γύρω στα τρία. Βαριά τέσσερα. Προφανώς είναι καλοκαίρι και βρίσκομαι κάπου στην Κρήτη. Αν κρίνω από τα κύματα και το χαμηλό ύψος που βρίσκεται το αεροπλάνο, στο βόρειο μέρος.

28.02.2013 | 02:35

Γράφει ο Γιάννης Νενές

 Όποτε κατεβαίνω τη Δαφνομήλη, λίγο πριν το πάρκο του Άη Νικόλα στα Πευκάκια, πάντα κοιτάζω αριστερά, το κόκκινο σπίτι με τον σκελετό στο παράθυρο.   Ακουμπάει το κεφάλι του μελαγχολικά στο τζάμι σκυμμένος μπροστά, με το τρύπιο βλέμμα του στο αόριστο του πεζοδρομίου σαν γιαγιά κουτσομπόλα που ξεχάστηκε ακίνητη στο χάζι της πίσω από την κουρτίνα, γιατί τίποτα δεν συνέβαινε στη γειτονιά. Και πέθανε έτσι, περιμένοντας.
27.02.2013 | 16:59

Από το badarts.gr

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

Σήμερα θα σας εξομολογηθώ κάτι που δεν το γνωρίζει ούτε η Χρηστίνα Αμαρυλλίς ούτε ο Θόδωρας. Το είπα στην Τασούλα, αλλά δε με πίστεψε. Τι κατάρα να μη σε πιστεύει η γυναίκα σου! Εν τάξει, τέλος πάντων, φυσικά. Μια από τις δουλειές που έκανα όταν ζούσα στην Ευρώπη, ήταν και δημοσιογράφος, ελεύθερος συνεργάτης, στη Suddeutsche Zeitung, ναι, ναι. Με το ψευδώνυμο Hans Strassehund (Χανς Κοπρόσκυλος, Κοπρίτης, Αδέσποτος, θα μεταφράζαμε το επώμυνο, που λέει και η Αποστολία).  Δημοσίευα συνεντεύξεις απλών ανθρώπων αλλά και γνωστών συγγραφέων, καλλιτεχνών, διανοητών, πολιτικών και άλλων ηρώων.

27.02.2013 | 04:18

Aπό τα μούτρα του George Le Nonce

Mην ανησυχείς,

τους έχουνε δεμένους,

δεν μπορούν να σε πειράξουν.

Να βάζεις μόνο τα χέρια σου στ' αυτιά

και να στρέφεις το βλέμμα σου αλλού

καθώς διασχίζουμε τους κήπους

και περπατάμε στους διαδρόμους

για να μην βλέπεις τα παραμορφωμένα πρόσωπα

για να πνίγονται τα μακρόσυρτα ουρλιαχτά.

27.02.2013 | 03:07

Γράφει ο kapakapamoiris

Μόλις είχε βγει από μια δύσκολη ανάρρωση την πήρε τηλέφωνο. Ρώτησε αν χρειάζεται κάτι, οτιδήποτε, οποτεδήποτε, του είπε όχι. Όρθιο όχι, σίγουρο. Καμιά σχέση με τα σακάτικα.

Την άλλη μέρα ξαναπήρε τηλέφωνο, είπε «να ‘ρθω να σε δω ;», άκουσε κάτι σαν «έλα», πήγε, κάθησε ένα τέταρτο, εκείνη -ταλαιπωρημένη αλλά ακόμη όμορφη- ήταν μισοξαπλωμένη σε μια γωνιά του καναπέ σκεπασμένη με μια καφέ κουβέρτα, είδε την ετικέτα, Βέτλανς-Νάουσα, αθάνατες οι γαμιόλες σκέφτηκε, είπαν δέκα σαχλές κουβέντες, την ξαναρώτησε αν θέλει κάτι, είπε όχι, σ’ευχαριστώ, βαριέμαι κλεισμένη μέσα αλλά θα περάσουν οι μέρες, πριν την ενδέκατη κουβέντα της είπε «να πηγαίνω τώρα, μη σηκώνεσαι» κι έφυγε.

21.02.2013 | 22:28

Γράφει ο kapakapamoiris

To άσπρο δεκαράκι Ρενώ, ήταν το πρώτο αυτοκίνητο που οδήγησα. Μηχανή πίσω, πορτ-μπαγκάζ μπροστά. Ήταν τόσο ελαφρύ που όταν δεν πηγαίναμε ταξίδι με ψευτομπαγκάζια, είχα πάντα έναν μισογεμάτο σάκκο τσιμέντο μπρος για να μη με τρώει το άγχος της απογείωσης όταν έπιανε τα εκατό. Το κοντέρ έγραφε εκατονπενήντα αλλά στα εκατονδέκα τερμάτιζε. Όσο γενναίος και να ‘λεγα πως ήμουν στα δεκαεφτά, δεκαοχτώ, είκοσι, τον κόφτη τον είχα ενσωματωμένο στο φυλλοκάρδι μου. Ποτέ δεν είπα «τσιμέντο να γίνω, πάτα το λίγο ακόμη αγόρι μου μέχρι να ξεριζωθούν οι πόρτες». Μια ζωή χλιαρός. Μη τυχόν και φύγουν οι πόρτες. Τώρα ούτε ταβάνια έχουμε αλλά τότε δεν ήξερα.

20.02.2013 | 13:29

Προσπαθώ να την επισκέπτομαι κάθε βδομάδα, την Κυριακή συνήθως.

Κι αν τύχει και δεν πάω παραπονιέται, ούτως ή άλλως είναι ευγνώμων για τις επισκέψεις μου, με υποδέχεται πάντα με χαρά και με χαμόγελο.

Καθόμαστε συνήθως στην κουζίνα, με την τηλεόραση στη διαπασών και συζητάμε ελάχιστα. Άλλωστε, στα ογδόντα της, δεν ακούει πια καλά, κι ούτε εγώ, ομολογώ, έχω τη διάθεση πραγματικά να της μιλήσω.

20.02.2013 | 03:52

Από το thethreewishes.wordpress.com

Όταν ήμουν μικρή είχα κάτι ρομαντικές τάσεις φυγής. Γύρω στα δέκα είχα και ένα φανταστικό άλογο που το έλεγαν Ντεπίνο. Το σώμα του ήταν ένα κοντάρι σκούπας και το κεφάλι του μια ομπρελίτσα από αυτές που βάζουν στα παγωτά. Τον καβάλαγα και καλπάζαμε μαζί στην αυλή του σπιτιού μου, κάτω από τις λεμονιές. Η σχέση μας ήταν αρμονική και επαρκής για μένα. Εκείνος δεν μιλούσε και πολύ. Ένα πρωί ετοίμασα τη βαλίτσα μου και αποφάσισα πως είχε έρθει η ώρα. Ήταν ένα πλαστικό ροζ βαλιτσάκι που έμοιαζε με γυναικεία τσάντα χειρός, γεμάτο χρωματιστά κουμπιά που κουδούνιζαν όταν περπατούσα. Ήταν όλα μεγάλα σαν πιατάκια του γλυκού από παιδικό σερβίτσιο και στολισμένα με κάτι ψεύτικα γυαλιστερά πετράδια.

16.02.2013 | 15:31

 Από το kospanti

Τι μέρα θα ’ναι αυτή; Σήμερα θα στρωθώ να γράψω. Έτσι είναι, δεν πρέπει να βιάζεις τη σκέψη σου, αλλιώς καταλήγεις να γράφεις μαλακίες. Αν είσαι καλά, χαρούμενος, κάτι θα σε αποσπάσει. Ο έρωτας είναι ο φονιάς της τέχνης. Μια κίνηση των γοφών της καθώς φτιάχνει τον καφέ σου στον πάγκο της κουζίνας, ένα χάδι της καθώς στον σερβίρει. Κάτι τέλος πάντων. Βγαίνω από το σπίτι της και τρέχω για το δικό μου. Η διαδικασία πρέπει να είναι μοναχική. Το ίδιο κι η δοκιμασία.

Ο Νίκος τέτοια ώρα θα ξυπνάει στο δωμάτιο του σε κάποιο ξενοδοχείο. Η απεργία και τα μποφόρ τον έχουν καθηλώσει σε ένα νησί των Σποράδων. «Ευτυχώς όλα τα έξοδα τα πληρώνει η γαμημένη η εταιρεία» σκέφτεται καθώς συνεχίζει να στριφογυρνά κάτω από τις κουβέρτες.