Μια μέρα, μέσω γνωστών της Ντορέλας, κανονίστηκε να πάρω μια συνέντευξη από ένα υπερήλικα γερμανό διανοητή που το αντικείμενό του ήταν ο θάνατος. Και εμένα με ενδιέφερε, και με ενδιαφέρει. Μερικές από τις ερωτήσεις που σκέφτηκα να του κάνω ήταν και οι εξής: κάποιοι άνθρωποι γνωρίζουν πότε θα πεθάνουν. Οι καταδικασμένοι σε θάνατο, οι καρκινοπαθείς, οι γέροι, οι απεργοί πείνας εάν το αίτημα τους δεν γίνει αποδεκτό. Η γνώση αυτή μας βοηθάει να κατανοήσουμε τον θάνατο; Πόσο ακριβής στην πρόβλεψή του μπορεί να είναι ένας γέρος; Ο παππούς μου πρόβλεψε τον θάνατο του μερικούς μήνες πριν. Μπορούμε να τον προβλέψουμε λίγες μέρες ή λίγες ώρες; Και τι αισθάνεται ένας γέρος σε αυτή την περίπτωση; Φοβάται; Προσδοκά; Του είναι αδιάφορο;Ένας νέος;
Φτάσαμε με την Ελπίδα στο σπίτι του, στο Schoneberg, το Ψυχικό του Βερολίνου, ας πούμε, την ώρα που άρχισε να νυχτώνει. Χιόνιζε. Κατεβήκαμε στη πλατεία Βικτόρια Λουίζα Πλατς. Στα παγκάκια της πλατείας τρεις άστεγοι έπιναν μπύρα και έτρωγαν σκυλοτροφή, αυτή με το μοσχάρι. Μας άνοιξε η οικονόμος του, μας περίμενε στο σαλόνι. Ήταν γέρος, είχε περάσει τα εκατό, ήρεμος, χαμογελαστός, διέκρινες μια πινελιά θλίψης στο πρόσωπό του. Καθίσαμε απέναντί του και περιμέναμε να μας απευθύνει το λόγο. Και μας είπε ότι θέλει ένα εκατομμύρια μάρκα για να μας δώσει τη συνέντευξη. Ένα εκατομμύρια μάρκα, πεντακόσιες χιλιάδες εβρά, θα μιλάω για εβρά για να μη μπερδευτούμε. Με το ένα πόδι στον τάφο και ήθελε 500.000 εβρά! Αν είναι δυνατόν! Ποτέ δεν είχε πάρει ούτε ένα σεντς για να δώσει μια συνέντευξη, ποτέ. Σηκωθήκαμε να φύγουμε. Μπορούμε να το παζαρέψουμε, είπε, κάνοντάς μας σινιάλο να καθίσουμε. Να προτείνουμε εμείς ένα ποσό και να συμβιβαστούμε με τα μισά. Πρότεινα ένα εβρό. Πολύ ωραία, μας λέει, 500.001 δια του δύο, 250.000, 5 εβρά! Και συνεχίσαμε το παζάρεμα μέχρι που φτάσαμε στα 32 σεντς. Πολύ ωραία, μας λέει, δέχομαι, και απλώνει το χέρι του. Σηκώνομαι όρθιος, ψάχνω την τσέπη μου, και βρίσκω δυο κέρματα των είκοσι σεντς. Του τα δίνω. Τα κοιτάζει και μου λέει, δεν είναι 32. Δεν πειράζει, του λέω, δεν θέλω ρέστα. Συμφωνήσαμε όμως στα 32. Ρωτάω την Ελπίδα αν της βρίσκονται τίποτα ψιλά, ψάχνεται, βρίσκει στην τσάντα της ένα κέρμα των δέκα και ένα του ενός. 31. Είναι 31, του λέω. 32, επιμένει.
Σηκωνόμαστε, του λέμε πάμε να χαλάσουμε κι ερχόμαστε. Βγήκαμε έξω, περπατήσαμε κάνα δεκάλεπτο, περάσαμε από το σπίτι που έζησε ένα διάστημα ο Einstein,πήγαμε σε ένα τούρκικο πιτάδικο, χτυπήσαμε από μια πίτα με μπόλικο κρεμμύδι, ήπιαμε από κάνα δυο μπύρες, βρήκαμε ένα σεντς και επιστρέψαμε. Το είχε στρώσει. Οι άστεγοι συνέχιζαν να πίνουν τη μπύρα τους. Χτυπήσαμε, μας άνοιξε η οικονόμος. Μας οδήγησε στο σαλόνι, απευθύνθηκε σε μένα, μου είπε να πάω να του δώσω τα 32 σεντς και μου έδειξε τη πόρτα ενός δωματίου.
Μπήκα μέσα, ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι ανάσκελα, με το αριστερό χέρι μισάνοιχτο. Πλησίασα. Κοίταξα το πρόσωπό του. Περίμενε τον βαρκάρη. Έβαλα στη παλάμη του ένα κέρμα των είκοσι, ένα των δέκα και δυο του ενός και του έκλεισα τα δάχτυλα, να μη τα χάσει. Το ακριβές αντίτιμο του ναύλου.
Περάσαμε τη νύχτα μαζί με την Ελπίδα. Χιόνιζε, έκανε κρύο, δεν έλεγε για πάρκο. Το κορμί της ήταν ζεστό.
Δεν γνωρίζαμε πότε θα πεθάνουμε. Τι κάνουν οι άνθρωποι όταν δεν γνωρίζουν πότε θα πεθάνουν;
Τι κάνουν, κύριε Ραγκούση, ήρωα, ένοπλε ζητιάνε;
Πάω στον λαχανόκηπο να σκάψω, να φυτέψω πατάτες, θα κάνει ζέστη σήμερα.