Οι Quercus ithaburensis ssp. macrolepis, όπως είναι η επιστημονική τους ονομασία, αποτελούν το μοναδικό δασικό είδος που σχηματίζει συνεκτικές συστάδες στη Λήμνο, αντέχοντας στους αιώνες και στις ανθρώπινες παρεμβάσεις. Σήμερα, η ύπαρξή τους αφηγείται την ιστορία ενός τοπίου που άλλαξε, μιας γης που από δασική έγινε αγροτική, αλλά και ενός πολιτισμού που, σε ορισμένες περιπτώσεις, αναγνώρισε την αξία τους και τις ενσωμάτωσε στην καθημερινότητά του.
Το κείμενο που ακολουθεί είναι της Φώτω Κόνσολα, Δασοπόνου-Περιβαλλοντολόγου από το Lemnos Nature για την σελίδα Greek Oak Society-Φίλοι Βελανιδιάς.
Το δέντρο της Λήμνου: Βαλανιδιά
Σε κάποιες περιοχές της χώρας μας όταν λέμε δέντρο εννοούμε την βαλανιδιά κι αυτό δείχνει την μεγάλη αξία που είχε το είδος για τις κοινωνίες. Η ιερότητα που του απέδωσαν στην αρχαιότητα είναι απόρροια της σημαντικότητας του.
Στην Λήμνο είναι «το δέντρο» επειδή είναι το μοναδικό (ή κύριο -αν θες) δασικό είδος που σχηματίζει δασική έκταση στο νησί. Στο βορειοανατολικό τμήμα της Λήμνου, μεταξύ των χωριών Ρεπανίδι και Κοντοπούλι, συναντά κανείς τις συστάδες Quercus ithaburensis ssp. macrolepis. Κοιτώντας λίγο πιο προσεκτικά θα καταλάβεις ότι σήμερα πρόκειται για ένα υπολειμματικό δάσος δρυός, το οποίο εξαπλώνοντας μέχρι την αρχαία Ηφαιστία και τον οικισμό Άγιος Αλέξανδρος αλλά πλέον υπάρχουν μεμονωμένα άτομα να το μαρτυρούν.
Η πρώτη γραπτή αναφορά που έχουμε για τις βαλανιδιές μας, είναι από τον περιηγητή Belon που τις ανέφερε το 1546 στις καταγραφές των ταξιδιών του (προφανώς το δάσος προϋπήρχε). Κατά τους Βυζαντινούς χρόνους η ξυλεία που χρησιμοποιούνταν στην ναυπηγική και άλλες κατασκευές προέρχονταν από το Άγιο Όρος και το νησί της Σαμοθράκης.
Αυτό που περιόρισε την εξάπλωση του είδους ήταν η γεωργία. Το νησί της Λήμνου από την αρχαιότητα, όπου θεωρούνταν ο σιτοβολώνας της Αθήνας, μέχρι και σήμερα καλλιεργείται με σιτηρά και αμπέλια. Η έλλειψη έντονων υψομέτρων και κλίσεων και οι εύφοροι κάμποι βοήθησαν στο να καλλιεργείται το νησί ασταμάτητα για αιώνες, σχεδόν, από άκρη σ’ άκρη. Οι βαλανιδιές δεν βρίσκονται σε δημόσια γη αλλά σε καλλιεργούμενες ιδιωτικές γαίες.
Επειδή η κώμη του είδους είναι μεγάλη, ομπρελοειδής και κατεβαίνει μέχρι το έδαφος, οι γεωργοί τις κλαδεύουν ώστε να μην χάνουν καλλιεργήσιμη γη κι έτσι οι βαλανιδιές βρίσκονται και αναπτύσσονται μέσα σε εκτάσεις σιταριού και κριθαριού.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα εναρμόνισης του ανθρώπου και αυτού του δασικού είδους βρίσκεται στην περιοχή Γυρνά στο χωριό Κοντοπούλι. Εκεί βρίσκεται το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου που οικοδομήθηκε το 1866, όταν στον χώρο του στεγάστρου φύτρωσε μια βαλανιδιά οι κάτοικοι έφτιαξαν την στέγη με τέτοιο τρόπο ώστε το δέντρο να την διαπερνά. Το δέντρο που δεν κόπηκε αλλά ενσωματώθηκε στην αρχιτεκτονική του κτιρίου, μαρτυρά ίσως τον σεβασμό των ανθρώπων της υπαίθρου, στο παρελθόν, για τις «βαλανίδες», όπως αναφέρονται στην περιοχή. Τον σεβασμό για ένα «ιερό» δέντρο από την αρχαιότητα και έναν ιερό χώρο όπως αυτό της εκκλησίας. Ότι κι αν ισχύει το αποτέλεσμα είναι όμορφο και εντυπωσιακό.
https://www.limnosfm100.gr/limnos/item/77895-oi-velanidies-tis-limnou-mia-monadiki-fysiki-klironomia.html#sigProIdb32337853a
Φωτογραφίες: Φώτω Κόνσολα