Και δεν ξέρω, παιδί μου,
δεν ξέρω τι έγινε μετά,
δεν ξέρω τι θα μου απαντούσες,
ξύπνησα αλαφιασμένη,
δεν πρόφτασες να μου πεις,
δεν πρόφτασα να σε ρωτήσω,
ξύπνησα και ανησυχούσα
και φοβόμουν κι έλεγα
αχ, γιατί να ξυπνήσω, γιατί
με τίναξε έτσι ο εφιάλτης;
ας ξεδιπλωνόταν η φρίκη του,
ας κοιμόμουν λίγο ακόμη,
να μου μιλούσες τουλάχιστον,
να μου έλεγες τι είχε συμβεί,
να ήξερα, να ήξερα
τι έπρεπε να κάνω,
που να τρέξω,
πως να σε προστατέψω.
Τέτοιοι εφιάλτες κυριεύουν τη ζωή μου,
τέτοιες ανομολόγητες εκβάσεις
με βασανίζουν.
Όχι τώρα που γέρασα πια,
αλλά από τότε που ήσουν πέντε χρονών.