Βρίσκεστε εδώ:Αρχική>>Ιστορίες>>ντουλάπες

the roots web banners 06

ντουλάπες
19.04.2013 | 20:31

ντουλάπες

Συντάκτρια:  Κυριακή Κατσάκη
Κατηγορία: Ιστορίες

Γράφει ο kapakapamoiris

Ξύπνησα πιασμένος. Δεν φταίγαν τα χτεσινά έξη χιλιόμετρα. Έξη τετρακόσια για την ακρίβεια, μα επιπέδου lower. Τσιμέντα, πεζοδρόμια, μάνες και καρότσια τριγύρω, παραπανίσια κιλά στριμωγμένα σε φόρμες με άσχημα ξεθωριασμένα χρώματα, αγχωμένοι εξηντάρηδες που παλεύουν να ξορκίσουν χοληστερίνες, τριγλυκερίδια και εμφράγματα στον ορίζοντα.  Προχτές τα πέντε στο βουνό ήταν το βαρύ proficiency, ασήκωτο σχεδόν. Όταν όμως φτάνεις στη διχάλα, ανάμεσα σε πεύκα, πουρνάρια και αγριοσπάραγγα κι ακούς από κάτω -μακριά, αόρατο- το ποτάμι, λες χαλάλι τα πονεμένα γόνατα στις κατηφόρες και η λειψή ανάσα στις ανηφοριές. Εκεί πάνω η πόλη δεν ακούγεται,  κρυμμένη πίσω απ’ την πλαγιά. Σαν δεν την ακούς δεν την βλέπεις κιόλας, ευλογία.

Ούτε λακκούβες, ούτε κάδοι, ούτε αδέσποτα, ούτε βρωμερές πυλωτές, ούτε παρατημένες και σκουριασμένες λαμαρίνες πάνω σε τέσσερις, τρεις, ίσως και δυο ρόδες. Μια ώρα δρόμος -κι αν- όλη η διαδρομή. Καθένας βολεύεται όπως μπορεί, μέσα στη δική του Χώρα των Θαυμάτων.

Σήμερα όμως πόναγαν όλα. Έπεσε βαρύς πάνω μου ο χειμώνας που κατάπια μονορούφι, χωμένος σε καναπέδες, πολυθρόνες, ουρές και καρέκλες, με παρέα κρασιά, μπίρες, τσίπουρα, λογαριασμούς και τσιγάρα. Μόνο με ιδρώτα ξεπλένεται τώρα. Ιδρώτα, πόνο και λίγο αίμα. Τα πουρνάρια δαγκώνουν αν φοράς κοντομάνικα.

Μπήκα στο μπάνιο, η γύρη τριγυρνάει έξω εδώ και δυο βδομάδες αλλά ώρες ώρες νομίζω πως τρυπώνει ύπουλα σε κάθε πόρο μου -ζωντανό ή αποθαμένο- ακόμη κι όταν κοιμάμαι. Βγήκα και έψαξα ρούχα. Δεν τα σηκώσαμε ακόμη τα χειμωνιάτικα, άνοιξα τη ντουλάπα και σφίχτηκε η ψυχή μου. Τα άσπρα γκρίζαραν δίχως ήλιο. Τόσο μπλε, γκρι, μαύρο και καφέ δεν αντέχεται. Καναδυό χρωματιστά είναι για να κοροϊδεύουν το μέσα σου και τους απέναντι, ότι τάχα μου είσαι μακριά -ακόμη- από εξωτικούς προορισμούς που ‘χουν ονόματα όπως ουρία, κρεατινίνη, ουρικό οξύ, γαλακτική αφυδρογονάση, CPK και PSA. Την έκλεισα γρήγορα. Ερχόταν ένα καράβι απ’ το βάθος της και δεν είναι να τα βάζεις με καράβια πρωινιάτικα. Η θάλασσα όμως έφτασε ως τα πόδια μου, που τα ΄νιωσα μούσκεμα. Ίσως και να μη σκουπίστηκα καλά, βγαίνοντας απ’ το μπάνιο. Ίσως κάτι δεν πάει καλά με τη ντουλάπα μου, εικοστέσσερα χρόνια εκεί, ακίνητη, αμίλητη, κι αν έχει δει κι αν έχει ακούσει..

Στο αυτοκίνητο δεν άνοιξα ραδιόφωνο, ούτε cd έβαλα. Όλες οι διαδρομές φέτος ήταν mute. Σαν το χειμώνα. Μόλις δω τα πρώτα γυμνά πόδια στους δρόμους, χωρίς καλσόν και παντελόνια, θα ψάξω και για τραγούδια. Όχι πριν. Τίποτε King of Convenience, καμιά Feist, ίσως Slowdive ή σκέτον Neil Halstead, τέτοια ψυχοχάδια.

Βγαίνοντας απ’ την πυλωτή με την όπισθεν, που κάθε χρόνο με δυσκολεύει στη μέση και στον αυχένα όλο και περισσότερο, πάτησα απότομα φρένο. Νόμισα πως απ’ το δρόμο περνούσε ένα καράβι. Έκλεισα μάτια και όταν τα ξανάνοιξα ήταν η σκουπιδιάρα. Ευτυχώς, γιατί με τα απόνερα έχεις πολλές φορές άσχημα ξεμπερδέματα. Με τα σκουπίδια  μάθαμε, κουτσά στραβά, να πορευόμαστε.

Το απόγευμα θα ξανανέβω στο βουνό. Ελπίζω να μη μ΄ακολουθήσει κι εκεί το πλεούμενο. Τις φοβάμαι τις παροιμίες. Μερικές φορές τις πιστεύω κιόλας..

—-

Ακολουθήστε το limnosfm100.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
Μοιραστείτε το