.
Στο παλιό μου κινητό που έχω να χρησιμοποιήσω χρόνια σβήνω τηλέφωνα ανθρώπων που δεν ζουν πια, ένας πρώην σπιτονοικοκύρης, το πρώην αφεντικό, δυο τρεις γνωστοί που χάθηκαν από ‘δω κι από ‘κει και άφησαν πίσω μηνύματα να γεμίζουν μνήμες, μπορείς καθώς έρχεσαι να κρατάς ένα μαρούλι, τέτοια πράγματα. Πρέπει να κάνουμε και λίγη πλάκα με το θάνατο μπας και τον ξορκίσουμε, όπως μας κάνει κι αυτός. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι από το φίλο μου είναι το μήνυμα του που ζητάει ένα μαρούλι. Ε, λοιπόν, μαρούλι δεν βρήκα να κρατάω τότε κι αυτός πήγε και πέθανε. Τελικά κάπως έτσι είναι να μεγαλώνεις, τίποτα δεν αλλάζει στην πραγματικότητα, ούτε σοφότερος γίνεσαι, ούτε και μαθαίνεις τίποτα απ’ τη ζωή, απλά οι Κυριακές σου γεμίζουν κηδείες και μνημόσυνα..
.
Ίσως βέβαια να μην είναι και τόσο άσχημο όλο αυτό, μερικές φορές μάλιστα, ιδίως κάτι μεσημέρια του Απρίλη που ξυπνάω με την πικρίλα του τσιγάρου στο στόμα και τη φωνή του Καζαντζίδη στο μυαλό, η σκέψη της ματαιότητας είναι τόσο απελευθερωτική, η σιγουριά ότι ο κόσμος θα συνεχίσει να γυρίζει και χωρίς εμάς, οι άνθρωποι θα συνεχίσουν να υπάρχουν και όταν εμείς δεν θα είμαστε εδώ, θα συνεχίσουν να μισούν και να αγαπούν χωρίς καμιά λογική, θα παθιάζονται με μουσικές, βιβλία και ξένα δέρματα και τα μάτια τους θα συνεχίσουν να καίγονται στη βία του μεσημεριανού ήλιου του Απρίλη που είναι ο μήνας ο πιο σκληρός, αυτή η σκέψη λοιπόν γλυκαίνει κάπως το βάρος της ευθύνης, κλέβει λίγο στο ζύγι της προαιώνιας ενοχής και τότε ο Απρίλης γίνεται ο μήνας ο πιο ευσπλαχνικός.
.
Και κάπως έτσι εμείς μπορεί να ζήσουμε για πάντα, ποτέ δεν ξέρεις…