Στη διάρκεια αυτών των περιπάτων, συναντούσε άλλους που είχαν βγει κι αυτοί για τον ίδιο λόγο, με τα συμβατικά τους όμως κατοικίδια. Συνήθως του χαμογελούσαν καθώς διασταυρωνόταν τα βλέμματά τους. Ανταπέδιδε συγκρατημένα γιατί δεν ήθελε να τον απορροφήσει ενδεχόμενη κουβέντα μαζί τους. Έπρεπε να προσέχει διαρκώς τις λέξεις του, που όπως ήδη είπαμε, ήταν χωρίς λουρί.
Μύριζαν κάθε γωνιά, πηδούσαν χαρούμενες τα μικρά εμπόδια που συναντούσαν στο δρόμο τους και κυρίως -αυτό ήταν το αγαπημένο τους παιχνίδι- κρύβονταν κάτω από τα σταθμευμένα αυτοκίνητα γεγονός που τον έκανε να ανησυχεί. Δεν φοβόταν ότι η ξαφνική εκκίνηση κάποιου αυτοκινήτου θα έθετε σε κίνδυνο την ακεραιότητά τους, ή ότι θα ξέμεναν εκεί και θα τις έχανε, αλλά μήπως βγουν από την κρυψώνα τους λεκιασμένες από πιθανή διαρροή λαδιών που θα οφειλόταν σε φθαρμένη φλάντζα. Είχε συμβεί μια φορά με τη λέξη “αξιοπρέπεια”.
Ένας άλλος λόγος που δεν έπιανε κουβέντα, ήταν ότι στη διάρκεια των περιπάτων, προσπαθούσε να εντοπίσει κι άλλες αδέσποτες λέξεις. Άλλωστε τις περισσότερες έτσι τις είχε συγκεντρώσει. Μερικές πάλι τού τις είχαν χαρίσει φίλοι, όταν διαπίστωσαν την αγάπη του γι αυτές. Ο αριθμός τους όμως δε μεγάλωνε, καθώς αναγκαζόταν πότε- πότε, με πόνο ψυχής να κάνει ευθανασία σε εκείνες που ήταν πολύ γερασμένες ή είχαν τραυματιστεί ανεπανόρθωτα από προηγούμενη υπερβολική ή απρόσεκτη χρήση.
Όταν επέστρεφαν σπίτι, όλες -εκτός της λέξης “νερό”- πήγαιναν αμέσως να ξεδιψάσουν. Είχε προσέξει ότι οι σύνθετες, καθώς έπιναν από τη λεκάνη που τους είχε βάλει, κουνούσαν αδιάκοπα το τελευταίο τους συνθετικό. Έπειτα κούρνιαζαν ευχαριστημένες στις γωνιές τους. Τα ρήματα κι οι μετοχές συνήθως βολεύονταν κάτω από τον καναπέ κι από τις πολυθρόνες, τα ουσιαστικά ανακατεμένα με τα επίθετα και τα άρθρα απλωνόταν στους τοίχους, ενώ οι αντωνυμίες κρεμόταν από το ταβάνι. Οι προθέσεις έτρεχαν να καταλάβουν τις θέσεις τους στο πολύφωτο κι όσες δεν προλάβαιναν, άραζαν γύρω από το φωτιστικό δαπέδου. Οι σύνδεσμοι πάλι δεν είχαν σταθερή θέση, ούτε πήγαιναν όλοι μαζί σε ένα μέρος. Όταν καθόταν κι εκείνος στον καναπέ, αμέσως πηδούσαν στην αγκαλιά του τα επιρρήματα κι έκαναν ότι μπορούσαν για να του τραβήξουν την προσοχή. Επιφώνημα δεν είχε καταφέρει ακόμα να αποκτήσει.
Αυτός ο άνθρωπος σπάνια έβγαινε τα βράδια. Προτιμούσε να μένει σπίτι συντροφιά με τα πιστά του κατοικίδια. Δεν τον ένοιαζε καθόλου που πολύ σύντομα τις έπαιρνε ο ύπνος και ουσιαστικά δεν τού έκαναν παρέα. Τού άρεσε να τις βλέπει, να αφουγκράζεται τις ανάσες τους μέχρι αργά, την ώρα που πήγαινε στο υπνοδωμάτιό του. Σηκωνόταν προσεκτικά, ακουμπούσε τα επιρρήματα στο χαλί κάτω από το τραπέζι, κι αφού έριχνε μια τρυφερή ματιά σε όλες, πήγαινε στο μπάνιο.
Εκείνο το βράδυ κι ενώ ετοιμαζόταν να τραβήξει το καζανάκι, άκουσε ποδοβολητό στον διάδρομο. Είχαν ξυπνήσει και ήθελαν να προλάβουν να μπουν κι εκείνες μαζί του στο υπνοδωμάτιο. Ήταν κάτι που είχαν προσπαθήσει κι άλλες φορές -μερικές μάλιστα ήταν πολύ αγριεμένες- μα ποτέ δεν τους το είχε επιτρέψει. "Μέσα γρήγορα! Μέσα!" τους φώναξε κοιτάζοντας το νερό που έπεφτε στη λεκάνη. Ξαφνικά κι ενώ δεν είχε προλάβει να γυρίσει, τού όρμησαν όλες μαζί. Η επίθεση ήταν τόσο συντονισμένη που προφανώς είχε προμελετηθεί. Καθώς έπεφτε, χτύπησε άσχημα το κεφάλι του στην μπανιέρα. Συνήλθε μετά από λίγο, νιώθοντας έντονο πόνο. Όχι μόνο στο κεφάλι μα σε όλο του το σώμα. Άνοιξε τα μάτια του και τις είδε να τον κατασπαράζουν. Μια στιγμή πριν ξεψυχήσει κατάλαβε ότι ακόμα και τα κατοικίδια που θεωρείς εξημερωμένα, κρύβουν μέσα τους άγρια ένστικτα.
Αργά το απόγευμα της επόμενης, την ώρα που συνήθως επέστρεφαν από τη βόλτα τους, εκείνος ή τουλάχιστον ότι είχε απομείνει από εκείνον, βρισκόταν πάνω σε ένα τραπέζι στο νεκροτομείο. Μπρούμυτα, καθώς τα χέρια του ήταν ακόμα δεμένα πισθάγκωνα με τα δύο αρσενικά άρθρα του ενικού. Κάτω στο δάπεδο καθόταν ήσυχα ένα “ω!” και τον κοίταζε ανήσυχα κουνώντας το θαυμαστικό του. Το μοναδικό επιφώνημα που απέκτησε ποτέ, ήταν αυτό που τού είχε χαρίσει ο ιατροδικαστής μόλις τον αντίκρισε.