Μια στάση πριν να κατέβω, ήθελα να σηκωθώ από τη θέση μου, να πάω να καθίσω δίπλα του, να τον αγκαλιάσω και να του χαϊδέψω τα κατσαρά και να του πω πως ό,τι κι αν είναι δεν αξίζει, να του πω “κοίτα γύρω, κι εγώ και όλοι εδώ μέσα έχουμε κάτι νησιώτικα αεράκια να μας βασανίζουν, αλλά μην κλαις, ή έστω κλάψε αν το θες, αλλά δεν είσαι μόνος”, όλο μαλακίες, δεν ξέρω, να έβρισκα να του πω δυο κουβέντες, για να τις ακούσω κι εγώ, απλά μια αγκαλιά ας πούμε ξερωγώτι.
Όμως έφτασε το τρένο στη στάση μου. Και κατέβηκα από το βαγόνι, και στα αυτιά μου ζουζούνισε αυτό. Και δεν πρόλαβα να του πω τίποτα, και δεν πρόλαβα να του δώσω αυτή τη γαμημένη αγκαλιά, και μια μέρα μετά σκέφτομαι πως αυτές οι καταρραμένες αντιστάσεις μας πρέπει να καούν και να μην ξαναϋπάρξει το δεν πρόλαβα να σε αγκαλιάσω γιατί έφτασα στον προορισμό μου και πως τέλοσπάντων, αν έχεις έναν άνθρωπο με το κατσαρό του κεφάλι μέσα στις παλάμες απέναντί σου, ποιος γαμημένος προοορισμός είναι σημαντικότερος τελικά;