Πολλές φορές αυτή η μηχανιστική φροντίδα, καταντά αυτοσκοπός, εννοείται εις βάρος της πραγματικής παιδείας, της ουσιαστικής μόρφωσης, ακόμα και της πραγματικής γνώσης των εξειδικεύσεων, που τα διάφορα βιογραφικά διαλαλούν. Απ’ την άλλη, υπάρχουν μερικοί άνθρωποι, που δεν ακολουθούν αυτόν τον κανόνα, αλλά αναζητούν την κανονική παιδεία στις δύσκολες όσο και γνώριμες ωστόσο ατραπούς της προσπάθειας, της μελέτης, της συνεχούς αυτοβελτίωσης, της αθόρυβης εργασίας, χωρίς αποδεικτικά, και ντάνιασμα από άχρηστο χαρτομάνι. Είναι αυτοί που δεν προσπαθούν να αποδείξουν τίποτα σε κανέναν, και οι οποίοι παραδόξως, χωρίς να το επιδιώκουν, εμφανίζουν μια ομορφιά, ένα ωραίο τύπο ανθρώπου, ένα εν τέλει φυσιολογικό άνθρωπο. Κατά την Αριστοτέλεια ρήση, «το κάλλος παντός επιστολίου συστατικώτερον», δηλαδή «η ομορφιά είναι η καλύτερη συστατική επιστολή».
Αυτή η ομορφιά αναβλύζει σαν αρτεσιανό φρέαρ από το βιβλίο του Λήμνιου από το Κοντοπούλι, Κωνσταντίνου Μπακλατζή «Το φωτογραφικό ταξίδι της ποίησης». Περιλαμβάνει ποιήματα του Μπακλατζή, και φωτογραφικές εικόνες του Ιωάννη Γκαλιούρη, ένα ποίημα, μια εικόνα, εναλλάξ. Ο Μπακλατζής είναι δάσκαλος. Πριν να γίνει δάσκαλος ήταν ναυτικός. Δάσκαλος! Τι ωραία λέξη, τι βάρος που έχει διαχρονικά, τι συναισθηματικά φορτία επιφυλάσσει για τον οποιονδήποτε έχει κάτσει σε θρανίο. Και πάνε μερικοί δάσκαλοι και αλλάζουν τον ωραιότερο όρο που έχουν για το επάγγελμά τους, που ακόμα και ο Χριστός έτσι ήθελε να τον αποκαλούν, και δηλώνουν…εκπαιδευτικοί. Ο Γκαλιούρης είναι καλλιτέχνης - φωτογράφος, αν όχι ο καλύτερος της Λήμνου, πάντως απ’ τους καλύτερους, μέγας μάστορας της φωτογραφίας, με φωτογραφίες που καθηλώνουν. Επιλέγει να πάρει δεύτερο ρόλο στο βιβλίο, μένει πίσω επίτηδες, αφού το βιβλίο είναι στο όνομα του Μπακλατζή, αλλά η συμβολή του είναι απολύτως ισοδύναμη, δημιουργώντας ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα.
Κάποτε, παιδιά στο δημοτικό, τη δεκαετία του 60, πήγαμε την καθιερωμένη ημερήσια εκδρομή με λεωφορεία, και καταλύσαμε στα Θέρμα. Μαζί με το δημοτικό Ατσικής, ήταν εκεί και το δημοτικό σχολείο του Βάρους. Παρόλο που ευτυχήσαμε να έχουμε πολύ καλούς δασκάλους, ξεχώριζε με την πρώτη ματιά ο κάπως ηλικιωμένος δάσκαλος του Βάρους, που ήταν ο γνωστός σε μένα μετέπειτα μέγας λαογράφος Σπύρος Μουστάκας. Είχε ένα μικρό μαντολινάκι, έπαιζε και τραγουδούσε περιπαθώς και τα Βαριτάκια χόρευαν, φτιάχνοντας μια εκπληκτική ατμόσφαιρα χαράς και γλεντιού. Κάπως έτσι φαντάζομαι και το δάσκαλο Κωνσταντίνο Μπακλατζή, ένα παθιασμένο πρεσβευτή της γνώσης και της χαράς, αφού και σ’ αυτόν αρέσει η μουσική και ο χορός, έχει δε πολλά ποιήματά του μελοποιημένα από διάφορους συνθέτες.
Τα θέματα του συγγραφέα, ποικίλα. Ποιήματα ύμνοι, για τη γενέθλια γη, τη Λήμνο, για την ελευθερία, τη δημοκρατία, τα γλυπτά του Παρθενώνα, τη Μαρούλα, τους ηρωικούς αγώνες του έθνους, τη σημαία, τη Μακεδονία, την ειρήνη, τα πανανθρώπινα ιδανικά, την οικονομική κρίση, τη φύση, τις εποχές, τη θάλασσα, τα ταξίδια, τους δασκάλους του και τους γονείς του, τον έρωτα, το χορό και τα ζεϊμπέκικα, την ξενιτιά και το νόστο, αλλά και τις εσωτερικές αγωνίες του, τα υπαρξιακά άγχη, τις πίκρες αλλά και τις χαρές της βιωτής.
Ένας φλογερός δάσκαλος, ένας φλογερός κήρυκας, ένας φλογερός ποιητής. Γράφει με τον παλιό, το δύσκολο τρόπο, τη ρίμα, να καταλαβαίνεις πως είναι ποίημα, όχι πεζό. Το διαβάζεις και σου έρχεται η εικόνα του εαυτού σου, παιδιού, να απαγγέλλεις ποίημα σε σχολική γιορτή.
Μάλιστα. Την εποχή του κορωνοϊού, κάποιοι γράφουν και εκδίδουν ποιήματα. Πάνω στην κρίσιμη καμπή της πανδημίας, που η ζωή και η νεότης, θρασύτατη, ζωώδης, ανάλγητη, αδυνατεί να παραμείνει έγκλειστη, και ορμά ακάθεκτη γι’ αυτό που «προώρισται», δηλαδή το «ζειν», σαν κάθε φυσικό φαινόμενο δηλαδή, αδιαφορώντας για προφυλάξεις, ωριμότητες, συνέπειες και λοιπές γεροντίστικες έννοιες, κάποιοι γράφουν και εκδίδουν ποιήματα, βάζοντας σφραγίδα πνεύματος στην άλογη ύλη.
Η ποίηση του Μπακλατζή έχει προσωπικό στίγμα. Αντλεί από το μακρινό παρελθόν, μέχρι το σήμερα. Ψάχνει στην επιφάνεια των αρχαίων μαρμάρων τα σημάδια της ακμής των προγόνων, ταξιδεύει στους μύθους και παραμένει επίμονα στον εσωτερικό τους χρόνο, περιορίζοντας όταν πρέπει, κατά το δυνατόν, τη σύγχρονη εξωτερική «μόλυνσή» τους, ενώ βγαίνει από το χρόνο αυτόν τον παλαιϊκό, για να εισδύσει σε χρόνους τωρινούς, μόνο όταν καταλαβαίνει ότι τα πρόσωπα και τα τοπία είναι αυτά που δεν θα απαξιώσουν το ταξίδι του. Ανακυκλώνει εποχές και μορφές και ο ίδιος στέκεται στωικός παρατηρητής, ήσυχος, με επίγνωση ότι υπάρχει διεύθυνση των πάντων, παρατηρώντας τις ανθρωπολογικές συνέπειες και προεκτάσεις, αφήνοντας τα πρόσωπα και τα τοπία, τις μορφές και τα ερείπια να μιλήσουν τη σαγηνευτική και εκστασιακή ακατάληπτη για τους πολλούς γλώσσα τους.
Ο ποιητής έχει επίγνωση, αλλά με απέραντη ταπεινοφροσύνη, και της γερής ρίζας της ράτσας του και της υψηλής αποστολής του, αλλά και της πανανθρώπινης μοίρας. Χωρίς να ζητά τίποτα. Χωρίς να θέλει να επιβάλλει τίποτα σε κανένα. Αυτό δηλαδή που πάντα κάνουν οι ποιητές και η ποίηση.
O λυρισμός ξεχειλίζει από την αμεσότητα των συναισθημάτων, την ειλικρίνεια, την εξομολογητική διάθεση. Και ενώ τα ποιήματα είναι πύρινα σαν την Ηφαιστιακή φλόγα, δίνεται η εντύπωση ότι ο ποιητής έχει την σιγαλότητα ενός σοφού.
Οι στόχοι του ποιητή είναι κατ’ εξοχήν κοινωνικοί και λυτρωτικοί. Ο ποιητής αρνείται την αναγκαστική ξενιτιά. Δεν μπορεί να ολοκληρωθεί σαν άνθρωπος μέσα στο καμίνι της αποξένωσης. Καθημερινά η Ιθάκη είναι μπροστά του. Τη βιώνει μέσα από σύμβολα και λέξεις, έχει πάντα τη ματιά του στραμμένη στον όρμο, όπου καταφτάνει από τη Λήμνο η σχεδία της ψυχικής του ισορροπίας. Τα πράγματα γι’ αυτόν άλλες φορές γίνονται βράχια και κάβοι κι άλλες φορές βόμβες, στις οποίες εμπιστεύεται την ουσία της ποίησής του.
Ο Μπακλατζής με την ποίησή του γίνεται ένας αφυπνιστής και οδηγός συνειδήσεων. Γίνεται φλέβα μνήμης αλλά και ελπίδας. Σαλπίζει το σολωμικό «γλυκιά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα», αλλά δίνει ταυτόχρονα ένα αίσθημα αιωνιότητας και μια συνέχεια για το μέλλον, με τις παρακαταθήκες στη νέα γενιά, στα παιδιά, σ’ όλους τους νέους.
Σ’ ολόκληρη την ποίηση του Μπακλατζή υπάρχει ένα όνειρο νοτισμένο με την αλόη της μνήμης και την ανάκληση των αισθημάτων σ’ ένα χώρο μοναξιάς και αναχώρησης. Αγγίζει τα όρια της υπαρξιακής αγωνίας για ένα κόσμο ρηχό και αγοραίο. Μετριούνται εδώ οι αξίες και το σέβας, η αιδώς και η αδιαντροπιά, η πατρίδα και ο κοσμοπολιτισμός. Ξαναπιάνει τον πανάρχαιο μύθο της γνησιότητος των αισθημάτων και του χρέους.
Υπάρχουν απόψεις διιστάμενες για τη σύζευξη εικόνας - λόγου σε ένα βιβλίο. Προσωπικά, και όχι με την ευκαιρία του παρόντος βιβλίου, βλέπω να ενισχύεται η ωραιότης, το κάλλος, αλλά και να ανοίγονται, να αποκαλύπτονται, νέοι δρόμοι πολλαπλών αναγνώσεων. Ο Μπακλατζής και ο Γκαλιούρης είναι αναμφίβολα μάγοι, μόνο που δεν ξέρω σε ποιους πιάνουν τα μάγια τους, και πόσοι από τους νεοέλληνες εμπιστεύονται αυτά τα μάγια. Αλλά έτερον εκάτερον.
Είναι ζείδωρη η ποίηση του Κωνσταντίνου Μπακλατζή, γι’ αυτό και αειθαλής. Ανοίγει νέους ποιητικούς δρόμους η ποίηση του Μπακλατζή; Θα τον εγγράψει με χρυσά γράμματα κάποιος ουτοπικός ληξίαρχος στη χρυσή βίβλο των ποιητών; Όχι βέβαια, το ξέρει και ο ίδιος, ούτε είναι αυτό το ζητούμενο. Θα ανήκει κι αυτός στη μεγάλη χορεία των άδοξων ποιητών, σ’ αυτήν που ανήκει σχεδόν το σύνολο αυτών των ωραίων ανθρώπων, που τους υμνεί ο Κώστας Καρυωτάκης απ’ το μακρινό 1921 στην «μπαλάντα για τους άδοξους ποιητές των αιώνων». Ένα πράγμα όμως θα είναι σίγουρο. Σε ογδόντα τόσα χρόνια, ένας υπερήλικας, θα λέει με υπερηφάνεια: «Εγώ είχα δάσκαλο τον Κωνσταντίνο Μπακλατζή».