Είναι ωραίο τούτο το μαγαζί. Το μπαρ των μοναχικών ανδρών. Πέτρα, δέρμα, ξύλο, αμερικάνικα μπλουζ και καλό ουίσκι. Πετάω κανένα αστείο, λέω πως πρόκειται για γκέι μπαρ. Είναι που σπάνια πατά εδώ μέσα τακούνι. Καμιά φορά βέβαια τα πράματα αλλάζουν στη στιγμή. Γυναικοπαρέες, σφηνάκια, Jethro Tull, λεσβιακά φιλιά!
Το αφεντικό έρχεται και σκύβοντας στο αυτί μου λέει «σώσε με, κάνε πως μου μιλάς». Καταλαβαίνω, γυρίζω το κεφάλι και βλέπω έναν ξερακιανό σαν αιγυπτιακό Φαγιούμ ή σαν βυζαντινή αγιογραφία να τον πολιορκεί για κουβέντα. Κάνουμε τάχα πως συζητάμε θέματα σχετικά με τη δουλειά. Μου λέει «Φαντάζεσαι τι δουλειά μπορεί να κάνει;». «Κοράκι!» απαντώ με σιγουριά. Το αφεντικό θα μου πει πως ο ξερακιανός είναι πιλότος. «Το ίδιο κάνει. Νεκρούς μεταφέρει κι αυτός. Μέχρι να πατήσει κάποιος τα πόδια του στη γη είναι νεκρός!».
Έρχονται κι άλλοι εδώ, περισσότερο ή λιγότερο παράξενοι. Ένας τύπος που έκανε ένα φεγγάρι στην τηλεόραση τη δεκαετία του 90’. Παρουσίαζε τους αριθμούς της λοταρίας κάθε βράδυ αμέσως μετά το δελτίο ειδήσεων. Μια μέρα, σε ζωντανή σύνδεση, μπέρδεψε τη γλώσσα του κι αντί να πει κληρωτίδα είπε κλειτορίδα. Τον απέλυσαν το ίδιο βράδυ. Έκτοτε έγινε αλκοολικός.
Ή πάλι εκείνος ο συγγραφέας. Έρχεται συχνά, πίνει τζιν σκέτο και μιλάει μόνο σε μένα. Δούλευε για χρόνια στη ρεσεψιόν ενός ξενοδοχείου ημιδιαμονής. Είχε εκδώσει κάποτε μια συλλογή διηγημάτων γεμάτη κωμικοτραγικές ερωτικές ιστορίες και άλλα ευτράπελα με τίτλο «Ο Γαμιστρώνας». Ταξίδεψε λίγο για να παρουσιάσει και να προωθήσει το έργο του. Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Ηράκλειο … πήδηξε και μια δεκαριά θαυμάστριες και εξαφανίστηκε. Ο θρύλος λέει πως σταμάτησε να γράφει όταν αντίκρισε το βιβλίο του στα ράφια των σούπερ-μάρκετ. Κάποιοι άλλοι, πιο πειστικοί, λένε πως απλά στέρεψε από ιδέες.
Εγώ τα βλέπω όλα αυτά και χαίρομαι. Χαίρομαι τους ανθρώπους με τα πάθη τους, τις αδυναμίες τους, τα προτερήματά τους. Είναι ένας μικρόκοσμος, ένα ακόμα κύτταρο της διαφορετικότητας. Έξω από αυτούς τους τοίχους, τούτη την ώρα, σκοτώνουν αδέσποτους σκύλους και κλείνουν θέατρα. Τώρα είναι μόνο η αρχή. Έχουν αποθρασυνθεί οι λύκοι. Σκέφτομαι πως θα ‘ρθει καιρός που θα φτάσουν ως εδώ, θα σπρώξουν την πόρτα και θα ορμήσουν μέσα ουρλιάζοντας. Θα σπάσουν τα μηχανήματα για να μην ακούγεται αυτή η όμορφη μουσική. Έπειτα θα πάρουν τα μπουκάλια και θα πάνε στην τουαλέτα. Θα σύρουν κι εμάς μαζί, θα μας αναγκάσουν να το δούμε με τα ίδια μας τα μάτια. Θα ανοίξουν τα καπάκια και θα χύσουν όλο το αλκοόλ στη λεκάνη. Μαζί με το αλκοόλ θα ρίχνουν μέσα όνειρα, ιδέες κι ηδονές. Πριν φύγουν θα τραβήξουν το καζανάκι.
Η Φλωρεντία του μοναχού Σαβοναρόλα δεν θα ‘ναι τίποτα μπροστά σε αυτό που έρχεται. Ο φασισμός θα στραγγαλίζει κάθε τι γύρω μας. Θα σφίγγει τα δυνατά χέρια του στο λαιμό κάθε χαράς, πρόσκαιρης ή παρατεταμένης. Ό,τι μας ομορφαίνει, ότι φτιασιδώνει τις ζωές μας, από την ποίηση μέχρι τα κραγιόν, θα συγκεντρώνεται και θα καταστρέφεται. Στην αρχή θα είναι η Πλατεία Συντάγματος. Μετά κάθε γειτονιά, κάθε πλατεία πόλης και χωριού. Μπορεί να περάσουν και αιώνες.
Μια μέρα οι άνθρωποι θα αποφασίσουν πως δεν θέλουν πια να ζουν έτσι. Θα είναι λίγοι οι πρώτοι. Θα τους πουν τρελούς. Μια μέρα θα βγουν μέσα από τα σώματά τους γιατί θα βαρεθούν τις γωνίες των ώμων τους και τα στενά όρια από τα ακροδάχτυλα των ποδιών μέχρι τα μαλλιά του κεφαλιού τους. Θα πνίγονται μέσα σε αυτή τη σάρκινη φυλακή. Θα βγουν και θα γίνουν υγρά. Έτσι θα μπορούν να μπαίνουν σε οποιοδήποτε δοχείο και να παίρνουν το σχήμα του. Άλλος θα γίνεται κύβος κι άλλος σφαίρα. Όλοι διαφορετικοί.
Τότε μόνο θα μπορούν να υμνούν την απόκλιση, τα λάθη, τις αδυναμίες. Τα μπαρ που πίνουν πιλότοι, παρουσιαστές και συγγραφείς, οι παιδικές χαρές, τα γήπεδα, τα φανάρια κι οι στάσεις λεωφορείων, κάθε σπιθαμή γης που θα μπορεί να μαζέψει ανθρώπους, σωστούς ή στραβούς, θα είναι οι απελευθερωμένες περιοχές. Αυτό θα είναι μια αληθινή επανάσταση που δεν θα γραφτεί ποτέ σε κανένα εγχειρίδιο.