Ωστόσο, κι εδώ έγκειται η διαφορά με τις Κυριακές, έχεις περιθώριο να διορθώσεις αυτήν την φαινομενικώς ανυπέρβλητη σαπίλα. Η ραθυμία είναι μια κατάσταση που ανατρέπεται μόνο αν ο κώλος σου μετατοπιστεί απ’ το καναπέ. Και πάει λίγο παραπέρα. Αυτό το ”λίγο παραπέρα” μου έδωσε αυτό το Σάββατο την πιο ψυχοθεραπευτική ώρα της εβδομάδας.
Παραλείπω τους λόγους που με οδήγησαν σε κάτι προάστια της πόλης που θα μπορούσαν κάλλιστα λόγω ρυμοτομίας και διάταξης να υπάγονται στην Πρίστινα και περνώ στο προκείμενο. Προσπαθώντας να διασκεδάσω την μελαγχολία μου, εκείνη που εγκαθίσταται μέσα μου και φτιάχνει μια αδιαπέραστη κρούστα από στερεοποιημένη βιτριόλι, καθιστώντας με δηλητηριώδη και μοναχική, βρέθηκα να περπατώ έξω απ’ το πάρκο ενός ορφανοτροφείου που βρίσκεται σχεδόν δίπλα στο σπίτι μου. Ενάμιση χρόνο στην πόλη, δεν είχα πάει ποτέ εκεί, παρά το γεγονός ότι είναι ανοιχτό στον κόσμο και κάθε μήνα γίνεται εκεί η συνέλευση των κατοίκων της περιοχής.
Μπήκα μέσα για να υποστώ την πιο ευχάριστη έκπληξη της βδομάδας· Μια ευπρόσδεκτη διαφορά θερμοκρασίας δρόσισε το μέσα μου, καθώς η μετάβαση απ’ το αστικό γκρίζο σ’ ένα θηριωδώς πυκνό πράσινο συντελέστηκε απότομα, μυστηριακά. Τα παπούτσια μου πατούσαν σε χώμα κι ένιωθα ανακουφισμένη, άλλη μια συνθήκη που ενίσχυσε την πεποίθησή μου ότι φτιάχτηκα για να ακουμπάω το βλέμμα μου πάνω στην γη, όταν δεν μπορούσα να κοιτάω άλλο το κενό.
Αρχικά, ήμουν ελαφρώς αποπροσανατολισμένη, αφού το φύλλωμα των δέντρων δεν μου έπετρεπε να δω τι γινόταν στο βάθος του πάρκου, εντούτοις ηχούσε στα αυτιά μου η αλάθητη ένδειξη του προς πού έπρεπε να κινηθώ, παιδικές φωνές, οφ κορς.
Και να εγώ, που στις καλές μου μέρες τα παιδιά με τρομάζουν, αφού σκέφτομαι ότι απ’ την μία μπορεί κάπου σ’ αυτήν την ζωή να χάσω το νόημα κι απ’ την άλλη μπορεί να μην είμαι κατάλληλη γι’ αυτήν την διαδικασία και στις κακές μου με κάνουν να σχεδόν να δακρύζω για την παιδικότητα που χάνουμε όλοι, βρίσκομαι μπροστά στα παιδιά, στα παιδιά που αρκούνται σε μια μπάλα ποδοσφαίρου κι είναι ευχαριστημένα. Στα παιδιά που κινούνται αδέξια κι ανεβαίνουν στα δέντρα χωρίς να υπόκεινται στις ενήλικες φοβίες του τίποτα. Στα παιδιά που ενώ μεταξύ τους αναπτύσσουν έναν προκλητικό κυνισμό και μια άγουρη αγένεια, θα σε αποκαλέσουν κυρία, κι ας είσαι μόλις 20 χρονών.
Κάθισα σ’ ένα παγκάκι και παρακολουθούσα μερικά αγοράκια που σίγουρα είχαν ήδη χαράξει οριζοντίως και καθέτως μέσα τους τον Μέσι και οποιαδήποτε παρέκκλιση στην πάσα επέσειε το στόλισμα του ”άμπαλου” με αβρότητες. Δίπλα μου καθόταν ένας ηλικιωμένος κύριος, με το καπελάκι και το πανωφόρι του, πληρώνοντας το αιώνιο χρέος των ανθρώπων που τεκνοποιούν: Δεν αρκεί μία φορά να προσέχεις το παιδί σου, θα προσέξεις και το παιδί του παιδιού σου.
Μου άρεσε αυτή η ηλικιακή αντιδιαστολή. Παρατηρούσα τον τρόπο που έπλεκε τα δάχτυλά του, ήσυχο και κομψό, αν τα προεξέτεινες, μπορούσαν να φτάσουν τις μπλεγμένες ρίζες μιας ελιάς απέναντί του. Μετρούσα πώς χαμήλωνε το βλέμμα σκεπτόμενος κάτι και πώς αμέσως το ανασήκωνε για να ελέγχει το πολύτιμο εγγόνι του. Κάποια στιγμή αισθάνθηκα ότι κάτι ήθελε να με ρωτήσει, έτσι όπως με ζύγισε κι έπειτα χαμήλωσε πάλι το βλέμμα.
Και να πάλι εγώ, που στην προσπάθειά μου να μελετήσω τις πόλεις κάπου ξέχασα να ζω μέσα τους. Εγώ, που είχα δίπλα μου έναν τόπο να πάω με τις ακουαρέλες και τα πινέλα μου και ν’ ανασάνω. Εγώ, που ήθελα να λέω ότι κατείχα τις αστικές λεπτομέρειες της πόλης. Εγώ, που πήγαινα και σκαρφάλωνα σε σαπισμένες σκάλες εγκαταλελειμμένων εργοστασίων. Εγώ, που είχε περάσει από μέσα μου όλη η θλίψη των ακαλύπτων και των ανελκυστήρων των πολυκατοικιών, που δεν είχα κάποιον να μοιραστώ μαζί του βιαστικές μελέτες με σκίτσο, ήμουν εκεί, στο πάρκο του παλιού νεοκλασικού ορφανοτροφείου και ένιωθα καλά.
Ασυναίσθητα έψαξα στην τσάντα για το σημειωματάριο και τα μολύβια μου, ξεκινώντας να σκιτσάρω, για πρώτη φορά μετά από καιρό μέσα στην πόλη, κορμούς δέντρων και φυλλωσιές. Βιαστικά, χωρίς να βλέπω πολύ τι σχεδιάζω, συγκεντρωμένη περισσότερο στο ότι ένιωθα το βάρος στο στήθος μου να φεύγει προς την γη και τις μαυρίλες να σηκώνονται προς τον απογευματινό ουρανό. Λίγο πριν αποφασίσω ότι το φως δεν μου ήταν πλέον αρκετό, σηκώθηκα και περιπλανήθηκα λίγο προς το υπόλοιπο πάρκο, όπου το παιχνίδι συνεχιζόταν κι ο γονείς έπιναν τον καφέ τους.
Σ΄ένα άδειο δρομάκι συναντήθηκα με μια ολόλευκη γάτα, που μάλλον αισθάνθηκε τον καημό μου και κατά παραβίαση της συνθήκης που πίστευα ότι ίσχυε, ήρθε εκείνη σε μένα. Κάθισε δίπλα μου κι εγώ, κάνοντας μια προβολή στο μέλλον, είδα τον εαυτό μου σ’ ένα υπόγειο, σκοτεινό εργαστήριο, να σχεδιάζω ουτοπικές προτάσεις και να πίνω μαρτίνι με χάπια. Παρέα με γάτες. Αυτή την πρόβλεψη έκανε για μένα ένας αγαπημένος μου δάσκαλος στην σχολή, ένα από εκείνα τα κλαμένα παιδιά του 90 που το έσωσε η Γώγου απ’ την χαρμάνα, βγάζοντάς τον από κατειλημμένη σχολή στο κέντρο.
Τις βλοσυρές εικόνες απ’ το μέλλον διέκοψαν δύο κορασίδες, το πολύ 8 χρονών που νόμισαν ότι η γάτα ήταν δικιά μου. Τότε ήταν που η μία εξ΄αυτών με αποκάλεσε ”κυρία”, καίγοντας το φρέσκο δέρμα μου, το προσεγμένα αδοκίμαστο ακόμη απ΄την φθορά του χρόνου. Με πληροφόρησαν ακόμη ότι αυτές ήταν μάλλον οι γάτες που φρόντιζαν οι κάτοικοι της περιοχής, οι ίδιοι που πραγματοποιούν την γενική συνέλευση της γειτονιάς στο ίδιο μέρος.
Άφησα τα κοριτσάκια με το γατί, αφού έβλεπα ότι ο κύκλος αυτής της επίσκεψης είχε πλέον κλείσει και αναζήτησα την λιγότερο βρωμερή απ’ την λάσπη διαδρομή προς την έξοδο. Περπάτησα το ένα λεπτό που με χώριζε απ’ το κατώφλι του σπιτιού μου, αλλά φτάνοντας εκεί έκανα μια διαπίστωση καθώς αντίκρισα στο τζάμι της εισόδου τα μούτρα μου. Χαμογελούσα.
Εύλογα θα αναρωτηθεί κανείς γιατί γράφω ειδικώς γι’ αυτήν την μέρα. Λοιπόν, αποφάσισα να επιστρέψω στο πάρκο, μαζί με το βιβλίο μου, τα χρώματά μου, την διάθεσή μου. Και αποφάσισα να το πω και στους φίλους μου. Ναι, εκείνους που με αγνόησαν και για καλή μου τύχη με έστειλαν εκεί. Το κυριότερο, αποφάσισα να διευρύνω μέσα μου τις διαδικασίες συλλογικότητας. Πέραν του ότι το μεθεπόμενο σαββατοκύριακο θα φιλοξενήσω για πρώτη φορά ταξιδιώτες μέσω του couchsurfing [άνθρωποι του κόσμου, ενωθείτε και μάθετε γι' αυτό, είναι καλό], πέραν του ότι συμμετέχω στα μαθήματα αυτομόρφωσης που οργανώνονται από αυτόνομα σχήματα σε τμήματα του Πανεπιστημίου, πέραν του φεστιβάλ των πολιτιστικών ομάδων του Πανεπιστημίου που θα συμμετάσχω, όπου αποδεικνύουμε ότι ο πολιτισμός αναπτύσσεται εκτός εμπορευματικών συναλλαγών, πέραν, πέραν, πέραν.
Ποτέ δεν είναι αρκετά αυτά που κάνεις, όσο υπάρχουν σαββατιάτικα πρωινά που δεν τα χαίρεσαι, βουτηγμένος στην μετανεωτερική κατάθλιψη που διαφεντεύει το είδος. Και δεν θα τα χαρείς ποτέ, αν δεν πάρεις το βιβλίο σου ή έστω το λάπτοπ σου, εθισμένο σκουλήκι του 21ου αιώνα, για να απλώσεις τα πόδια σου στο χώμα και να τυφλωθείς λίγο απ’ τον ήλιο. Και να σιχτιρίσεις που αυτά τα μικρά σκούζουν τόσο, μα τόσο πολύ. Για να μην ξεχνιόμαστε.
Ήταν το νταζαππαράτ σας. Τσίου.