Να γράφεις «πεινάω». Σκέτο. Καμιά επεξήγηση. Πεινάω. Θέλω να βάλω κάτι μέσα μου, να γεμίσω. Φτάνει, ως εκεί. Το I’m starving ακούγεται πιο καμπανιστό, το ίδιο και το λιμοκτονώ αλλά κανείς δεν σε φοβάται αν μπογιατίζεις τις λέξεις. Ασπρόμαυρες -με μια κιτρινίλα, δώρο του χρόνου- έχουν πιο μυτερά δόντια.
Να πληκτρολογείς «σε θέλω». Ούτε ποιάν, ποιόν, ούτε γιατί, ούτε πότε, ούτε τι θα τον, την κάνεις μετά. Σε είδα, χτες, σήμερα ή πρίν δέκα χρόνια και σε θέλω. Δεκάρα δεν δίνω αν ζεις ή αν είσαι αλλουνού ή αλληνής, αν ξέρεις ότι υπάρχω, αν αξίζεις να σε θέλει κανείς, αν αξίζω δεύτερη ματιά. Εγώ σε θέλω. Έτσι.
Να λες «ψόφα». Απ΄τα τρίσβαθα της ψυχής σου. Χωρίς ετυμηγορία. Χωρίς τύψεις. Ψόφα και φύγε απ’ τον κόσμο μου, πήγαινε να παίξεις ή να σαπίσεις στο δικό σου. Πες το, γράφτο και βάλε τελεία μετά. Αυτό ήταν το λάθος που κάναν οι Archive. Τα υπόλοιπα στιχάκια που στίψαν το μυαλό τους να γεννήσει ήταν βάρος περιττό, ψεύτικο στολίδι, φο μπιζουδάκι στην ατέλειωτη ομορφιά του So fuck you, anyway. Ξέρει αυτός, αυτή, το γιατί. Όλοι μας ξέρουμε το γιατί.
«Κουράστηκα». Έτσι, ξεδιάντροπα και γρήγορα. Για κάποιο λόγο κουράζονται οι άνθρωποι. Για δέκα λόγους, για εκατό. Αν κάτσεις να τους μετρήσεις κουράζεσαι περισσότερο. Μη μετράς.
Να πεις «φύγε». Ένα κενό στο χρόνο. Ούτε πριν, ούτε μετά. Αυτά τα πριν και τα μετά είναι για ιστοριούλες και ποστάκια. Για μόδιστρους των λέξεων. Για λατρεμένες κοπτοραπτούδες. Γυμνά είπαμε. Ούτε ύφασμα, ούτε βελόνι, ούτε κλωστή. Μόνο «φεύγω» μπορείς να φορέσεις, αντί «φύγε». Να το φορέσεις όμως, όχι να σε φορέσει. Μη παρασυρθείς και γυρίσεις πίσω να δεις τι ξέμεινε. Κανείς δεν νοιάζεται να γλύφει αλάτια για να ζωντανέψουν ξανά.
Τα βράδια που με παίρνει ο ύπνος, αυτές οι ηλίθιες λέξεις κάνουν παρέα μεταξύ τους, καθρεφτίζονται, φτιασιδώνονται, χαζογελάνε. Νομίζουν ότι θα μεγαλώσουν και θα γίνουν σκέψεις. Οι γελασμένες, οι φτηνές, οι τιποτένιες. Αφού θα ξυπνήσω και θα λουφάξουν πάλι ολόγυμνες στη γωνιά τους. Όπως ήταν στη γέννα. Τη δικιά τους ή τη δικιά μου, δεν έχει πια σημασία.
—