Στην λεωφόρο τα αυτοκίνητα επιδεικνύουν ακόμα και τώρα τα γκάζια τους, μην πάει χαμένο το δάνειο και το πανωτόκι, να καταπιούμε τα χιλιόμετρα πριν μας καταπιεί η τράπεζα, εκείνη που νομίζαμε δική μας. Κι άλλη ασφυκτική φροντίδα, αλλά αυτή την φορά χωρίς κουμπί απεγκλωβισμού. Στο τέρμα του δρόμου το Θριάσιο απλώνεται μπροστά μου, μουντό, σχεδόν πνιγμένο κάτω από τον καπνό των εργοστασίων. Ο ήλιος αντανακλάται στα φουγάρα και τα ελενίτ και η μυρωδιά από τους λέβητες, τα καμίνια και τα διυλιστήρια εισβάλλει στο αυτοκίνητο. Στο φανάρι στρίβουν δεξιά τα σκουπιδιάρικα για την χωματερή, καμιά φορά ο αέρας γεμίζει τον δρόμο με σκουπίδια, σακούλες και χαρτόκουτες. Συνεχίζω ευθεία με έναν κόμπο στον λαιμό, μην έχεις παράπονο, σκέφτομαι, παίρνεις ακόμα επίδομα ανθυγιεινής εργασίας, να το φυλάς γιατί θα σου χρειαστεί. Κι άλλη ασφυκτική φροντίδα.
Φτάνω στην δουλειά. Μια μέρα ίσως βρω το κουμπί για όλα. Μέχρι τότε, θα παλεύω να μην πνιγώ.