Βρίσκεστε εδώ:Αρχική>>Απόψεις>>Το τέλος της ελληνικής αθωότητας

banner roots

Το τέλος της ελληνικής αθωότητας
14.09.2012 | 08:26

Το τέλος της ελληνικής αθωότητας

Συντάκτης:  FM 100 Newsroom
Κατηγορία: Απόψεις

 

Γράφει η Μαρία Τοπάλη. Ποιήτρια. 

Με τον πικρά ειρωνικό τίτλο «Ας ξυπνήσουμε οι αθώοι» η Άννα Φραγκουδάκη, πανεπιστημιακή δασκάλα και διανοούμενη γνωστή για το μαχητικό έργο της στα θέματα των κοινωνικών ανισοτήτων, των διακρίσεων με βάση το φύλο και την κουλτούρα, της ιστορικής διγλωσσίας και της κοινωνική της λειτουργίας, της ανάλυσης των σχολικών βιβλίων, του εθνοκεντρισμού και του ρατσισμού στην εκπαίδευση δημοσίευσε στην καθιερωμένη στήλη της στα ΝΕΑ του Σαββάτου, 8 Σεπτεμβρίου 2012,κείμενο-κέλευσμα για την καταπολέμηση της ρατσιστικής βίας, που γνωρίζει έξαρση στη χώρα μας.

Αφορμή ήταν, όπως αναφέρει, η δημοσίευση έκθεσης-κόλαφου για την Ελλάδα εκ μέρους του διεθνούς «Παρατηρητηρίου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα» με τίτλο «Μίσος στους δρόμους: η ξενοφοβική βία στην Ελλάδα». Εύγλωττη ως προς το επίμαχο ζήτημα είναι ήδη, εκτός από τον τίτλο, η εισαγωγική σύνοψη της έκθεσης στην ιστοσελίδα της οργάνωσης:

«Στην 92σέλιδη έκθεση τεκμηριώνεται η απροθυμία των διωκτικών και δικαστικών αρχών να αποτρέψουν τις αυξανόμενες επιθέσεις σε βάρος μεταναστών και να τιμωρήσουν τους δράστες. Παρά τη σαφή επαναληπτικότητα των περιστατικών βίας και την αυξητική τάση που καταδεικνύουν τα στοιχεία, οι αστυνομικές αρχές δεν έχουν κατορθώσει να παρέμβουν αποτελεσματικά με σκοπό την προστασία των θυμάτων και τη λογοδοσία των δραστών, διαπίστωσε η Human Rights Watch. Οι αρχές εξακολουθούν να μην διαθέτουν προληπτική στρατηγική αστυνόμευσης, ενώ τα θύματα αποθαρρύνονται από την υποβολή εγκλήσεων ή μηνύσεων. Μέχρι σήμερα, ουδείς έχει καταδικαστεί βάσει νομοθετικής διάταξης του 2008 που αφορά τα εγκλήματα μίσους».

Με αφορμή, λοιπόν, την έκθεση αυτή η Φραγκουδάκη παρακινεί όλους να καταπολεμήσουμε τη ρατσιστική βία. Μοιάζει, ωστόσο, να μη γνωρίζει το πώς. Μοιάζει να αναδιπλώνεται, εντέλει, στο στερεότυπο μιας προηγούμενης άγνοιας, που η ίδια έχει παραδεχτεί ότι την παραπλάνησε. Μοιάζει, τέλος, να αρνείται την αποτρόπαιη πραγματικότητα. Συγκεκριμένα, στο τέλος του σημειώματός της αναφέρει, δίχως να κρύβει την έκπληξή της, μιλώντας για τις νεοναζιστικές συμμορίες που κακοποιούν τους συμπολίτες μας αλλοδαπούς: «Τι είναι αυτοί οι νέοι άνθρωποι;

Αυτές οι γυναίκες (!); Θα πρέπει να είναι πολλοί γιατί τα συμβάντα, τα τεκμηριωμένα μόνο, είναι εκατοντάδες. Από ποια κόλαση βαρβαρότητας βγήκαν; Πώς είναι δυνατό να είναι ομαδικά σε κατάσταση μανιακού δολοφόνου, ψύχραιμα, προμελετημένα και κατά συρροή; Πώς γέννησε η ελληνική κοινωνία ομάδες νέων ανδρών και γυναικών που κλωτσάνε με αρβύλες στο κεφάλι αιμόφυρτους και λιπόθυμους ανθρώπους; Απάντηση δεν έχω, μόνο μεγάλη ενοχή. “Αθώοι” και “αθώες” Έλληνες και Ελληνίδες, ας ξυπνήσουμε. Ας αντιδράσουμε όλοι όσοι, και είμαστε πάρα πολλοί, αντέχουμε όλα τα στραβά της χώρας μας αλλά αυτό όχι, λαός φονιάδων δεν είμαστε, όχι.»

«Θα πρέπει να είναι πολλοί...Από ποια κόλαση βγήκαν...λαός φονιάδων δεν είμαστε, όχι...»

Δεν ξέρουμε, λοιπόν; Δεν ξέραμε, άραγε, πόσοι είναι και από πού βγήκαν; Πέσαμε στ’ αλήθεια από τα σύννεφα; Και είμαστε ένοχοι αλλά δεν είμαστε λαός φονιάδων; Φοβάμαι ότι η εξώφθαλμη αντίφαση, που τη γνωρίζει, είμαι βέβαιη, πολύ καλύτερα από πολλούς η Α.Φ., απλώς μεγεθύνει την ενοχή μας.  

Σε παλιότερο σημείωμά της στην ίδια στήλη την επαύριο των εκλογών του περασμένου Μαΐου η Φραγκουδάκη παραδεχόταν: «Ανήκω σε εκείνους που, ομολογώ, δεν περίμεναν το ποσοστό της Χρυσής Αυγής ούτε τον ΣΥΡΙΖΑ αξιωματική αντιπολίτευση. Για τους νεοναζιστές είχα την αυταπάτη ότι «δεν είναι δυνατό να συμβεί». Σκεφτόμουν τους ποταμούς αίματος που κόστισε η ναζιστική Κατοχή, την πλατιά λαϊκή συμμετοχή στην αντίσταση, την πλήρη απουσία συναίνεσης στην ιστορία της Ελλάδας στη φασιστική ιδεολογία και ακόμα τον διαδεδομένο εθνικό μας μύθο ότι ειδικά οι Ελληνες τον καιρό της Κατοχής ήταν όλοι αντίθετοι, όλοι ανεξαιρέτως. Πλανήθηκα οικτρά.»

Να ’την, και πάλι, η αναφώνηση περί πλάνης και περί έκπληξης ενώπιον της πραγματικότητας. Πρόκειται, μήπως, αναρωτιόμαστε με τη σειρά μας, για την αυταπάτη μιας γενιάς; Μιας ελίτ; Ενός έθνους; Ενός πολιτισμού; Είναι δικαιολογημένη αυταπάτη; Ή μήπως η αυταπάτη αυτή κρύβει, ακριβώς, μέσα της το δύσκολο εκείνο μέρος της αλήθειας που, αν καταφέρουμε να το δούμε κατά πρόσωπο, στον πρωινό καθρέφτη μας, θα έχουμε κάνει ήδη το πρώτο βήμα για να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα;

Το «Zivilcourage» (όρος που καθιερώθηκε, όχι τυχαία, στο γερμανικό λεξιλόγιο της πολιτικής ανάλυσης ως το «θάρρος του πολίτη να είναι πολίτης» με δική του γνώμη και όχι υπάκουο πιόνι ή φοβισμένη σκιά απέναντι στους κρατούντες, τους ισχυρούς, την πλειοψηφία ή ακόμη και απέναντι σε μια δυναμική και βίαιη μειοψηφία), το οποίο επιδεικνύει και στα δυο σημειώματά της η Φραγκουδάκη, έγκειται κυρίως στο ότι πραγματοποιεί με αυτά ένα πρώτο βήμα. Βήμα προς μια συλλογική αυτεπίγνωση, που είναι αναγκαία και απαραίτητη προϋπόθεση για μια συλλογική ανάληψη ευθύνης που κι αυτή είναι, με τη σειρά της, αναγκαία και απαραίτητη προϋπόθεση για τη δράση. Παραδέχεται, λοιπόν, την πλάνη και ομολογεί την ενοχή. Δε φωνάζει «σταματήστε τους φασίστες» για να πιστωθεί το ορθό φρόνημα. Λέει «πλανηθήκαμε», «φταίξαμε», «ευθυνόμαστε».

Φυσικά η Φραγκουδάκη είναι, στην πραγματικότητα η τελευταία που ενέχεται. Υποθέτουμε, έτσι, ότι η κραυγή της αγωνίας της εκφέρεται με την ελπίδα να παρακινήσει άλλους, αρμοδιότερους (βλέπε: περισσότερο -εγκληματικά!- πλανηθέντες και ακόμη περισσότερο ενόχους). Σε κάθε περίπτωση, αποτελεί αφορμή για να θυμηθούμε και να θυμίσουμε μερικά πραγματικά δεδομένα, που ενισχύουν τις δραματικές διαπιστώσεις της. Προηγουμένως μια σύντομη επισήμανση: η ημερομηνία του δημοσιεύματος συνέπεσε με την είδηση για το πογκρόμ της Ραφήνας με δράστη τη Χρυσή Αυγή. Είναι σαφές πια σε όλους ότι βρισκόμαστε σε καθεστώς αντίστροφης μέτρησης. Η Χρυσή Αυγή, πιστεύουμε, δεν θα είχε επιχειρήσει αυτό που επιχείρησε σε βάρος των μεταναστών-μικροπωλητών αν δεν συνέτρεχαν δυο προφανείς προϋποθέσεις. Η πεποίθησή της, πρώτον ότι δε θα στρεφόταν εκεί, επί τόπου, στον ανοιχτό και δημόσιο χώρο η αστυνομία εναντίον της για να πράξει το αυτονόητο, να επιβάλει δηλαδή το δίκαιο και το νόμο· η πεποίθησή της, δεύτερον, ότι και οι παρευρισκόμενοι πολίτες, το ανώνυμο πλήθος, ο «λαός» επίσης δεν θα στρέφονταν εναντίον της. Δεν θα επεδείκνυαν, δηλαδή, ίχνος Zivilcourage. Θα την ενθάρρυναν από πάνω, λογάριαζε, με το δίκιο της η ΧΑ, θα συναινούσαν σιωπηρά ή θα σιωπούσαν. Έτσι κι έγινε. Και για τον λόγο αυτό, έτσι και χειρότερα θα ξαναγίνει. Ξανά. Και ξανά. Μέχρι; Το κέλευσμα της Φραγκουδάκη έτυχε, πάντως, του πλέον πρόσφορου ειδησεογραφικού «ντεκόρ» για να γίνει πιστευτό και αποτελεσματικό. Αν βέβαια δεν είναι ήδη αργά.

Ας έλθουμε όμως στην πλάνη, που ομολογεί η Α.Φ., η οποία συνέπεσε με την περίοδο εκκόλαψης του φιδίσιου αυγού. Αναρωτιέται κανείς, αμέσως, αν η πλάνη αυτή είναι δικαιολογημένη, οπότε μπορεί να συγχωρεθεί. Νομίζω πως δεν είναι. Γι’ αυτό άλλωστε και η Α.Φ. μιλά κατόπιν για «ενοχή». Θυμίζω, ενδεικτικά: τη δεκαετία του ’90 η Ελλάδα την ξεκίνησε βάζοντας στη θέση του σκανδάλου Κοσκωτά την παρανοϊκή αναμόχλευση του εθνικιστικού πάθους, όπως αυτή εκφράστηκε στην υπόθεση του «Μακεδονικού» ή «Σκοπιανού». Ηθικοί αυτουργοί της διέγερσης του εθνικιστικού πάθους υπήρξαν συγκεκριμένοι Έλληνες πολιτικοί (κυνικοί λαϊκιστές, αδίστακτοι πολιτικοί καιροσκόποι, ανυπόμονοι μαθητευόμενοι μάγοι), συνεπικουρούμενοι από συγκεκριμένους Έλληνες διανοουμένους και από συγκεκριμένα ΜΜΕ. Ακολούθησε, βεβαίως, η κοινωνία. Το μυαλό των παιδιών μας δηλητηριάστηκε. Πόσοι και ποιοι αντιστάθηκαν τότε στη λαίλαπα; Μήπως η πλειοψηφία; Μήπως οι δημοκρατικές δυνάμεις; Ούτε γι’ αστείο...

Την ίδια εποχή, ωστόσο, στη Γερμανία που εν μέσω ύφεσης, κλεισίματος βιομηχανιών και μεταφοράς επιχειρήσεων στην Άπω Ανατολή και στον Τρίτο Κόσμο, προχωρούσε στην ενοποίησή της, φούντωναν περιστατικά ρατσιστικής βίας. Αυτή εκδηλωνόταν, μεταξύ άλλων, με εμπρησμούς στα κτίρια που φιλοξενούσαν αλλοδαπούς, οι οποίοι είχαν αιτηθεί άσυλο. Πώς αντέδρασε τότε ο Γερμανικός λαός; Την εποχή που εμείς βγαίναμε κατά χιλιάδες στους δρόμους για το «Μακεδονικό», εκείνοι έβγαιναν, επίσης κατά χιλιάδες, στους δρόμους με αναμμένα κεριά κατά της ρατσιστικής βίας. Προσέξτε: δεν έβγαιναν τίποτα αριστεριστές ή τίποτα δυναμικές μειοψηφίες.

Έβγαινε, ας το πούμε σχηματικά, η μισή κοινωνία. Οικογενειάρχες, μεγάλες παρέες. Δεκάδες χιλιάδες. Όλοι όσοι θέλησαν να διαχωρίσουν τη θέση τους από τα φαινόμενα της ρατσιστικής βίας και να τα καταδικάσουν. Όλοι όσοι ήθελαν να ξεκαθαρίσουν ότι, ως προς αυτούς πάντως, τέτοια φαινόμενα ανήκαν οριστικά στο καταδικαστέο παρελθόν. Δεν ήταν ούτε ζήτημα κομμάτων ούτε ζήτημα φορέων. Δεν ήταν, δηλαδή, ζήτημα κομματικής τοποθέτησης. Ήταν η κοινωνία, αυτοπροσώπως. Φυσικά, περιττό να το πούμε, ασκήθηκαν ταυτόχρονα και οι αντίστοιχες πολιτικές, που ήρθαν να προστεθούν σε προηγούμενες πολιτικές διαφώτισης σχετικά με ζητήματα ρατσισμού και ξενοφοβίας στην εκπαίδευση (πρώτα και κύρια), στα ΜΜΕ, στις τοπικές κοινότητες. Θυμάμαι ακόμα τις γιγαντοαφίσες που ανήρτησε για το σκοπό αυτό, την καταπολέμηση δηλαδή του ρατσισμού και της ξενοφοβίας, ο δήμος της Κολωνίας, με επώνυμους, αγαπημένους για τους κατοίκους της πόλης «ξένους», ανάμεσά τους τη βυζαντινή πριγκίπισσα Θεοφανώ.

Θυμάμαι, επίσης, τον Γερμανό δάσκαλο που μου περιέγραφε επισκέψεις μαζί με τους μαθητές του στα γαλλο-γερμανικά σύνορα, στην Αλσατία, για να συναντηθεί εκεί με μαθητές γαλλικού σχολείου, πάνω σε μια γέφυρα, με σκοπό την αμοιβαία καλλιέργεια της συμφιλίωσης για να μην επαναληφθούν τα δεινά του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Θυμάμαι τις συνεχείς εκπομπές στη γερμανική τηλεόραση και στον τύπο γύρω από τα θέματα αυτά. Θυμάμαι. Παρατηρήσατε μήπως τίποτε αντίστοιχες πρωτοβουλίες σε εμάς; Όχι εκ μέρους του κράτους. Εκ μέρους, ας πούμε, των συνδικάτων, των ΜΜΕ, της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Όχι τώρα, όχι μεσούσης της κρίσεως. Αλλά λίγο πριν. Την περίοδο της ευφορίας. Δε με βοηθά η μνήμη μου. Έβγαλε γιγαντοαφίσες κανένας δήμαρχος για την ξενοφοβία και το ρατσισμό την εποχή των παχιών αγελάδων; Έκλεισε μήπως τα σχολεία η ΟΛΜΕ για τον Οδυσσέα Τσενάι; Δύσκολο- ο πλούτος μας, βλέπετε, το τριτοκλασάτο life-style με το οποίο ναρκωθήκαμε μέσα σε ελάχιστο χρόνο στηρίχθηκε, με το παραπάνω, στη συλλογικά ληστρική εκμετάλλευση των ξένων. Ως προς τους ξένους εργαζόμενους η ευημερούσα Ελλάδα ήταν μια Dogville. 

Θυμηθείτε την κλιμάκωση, που βοήθησε να καλύπτονται όλα αυτά από ανώδυνη σιωπή που έκρυβε μέσα της απειλές και τρόμο. Τον διασυρμό, πρώτα, όσων πολιτών, επώνυμων και ανώνυμων, είχαν το θάρρος να υποστηρίξουν «αντεθνικές» θέσεις. Την υπόθεση Τσενάι. Την υπόθεση Άλεξ. Τα καθημερινά φαινόμενα λεκτικής βίας και άγριας οικονομικής εκμετάλλευσης των ξένων εργαζομένων. Την Κωνσταντίνα Κούνεβα. Θυμάστε μήπως να καλεί η ΓΣΕΕ τους εργαζόμενους με κεριά στην πλατεία Συντάγματος για τίποτε από όλα αυτά;

Η μόνιμη επωδός ήταν ότι εμείς δεν είμαστε ρατσιστές - σαν τους Γερμανούς. Ότι, εν πάση περιπτώσει, το DNA μας δεν έχει σχέση με την ομαδική βία («Θα πρέπει να είναι πολλοί...Από ποια κόλαση βγήκαν...λαός φονιάδων δεν είμαστε, όχι...»)

Φυσικά, οι εξ ημών Έλληνες Εβραίοι ή όσοι από εμάς έτυχε να έχουμε Εβραίους κοντινούς, το ξέραμε καλά ότι ο ρατσισμός και τα στερεότυπα (εις βάρος πχ των Εβραίων) ήταν και παρέμεναν ισχυρότατα στην ελληνική κοινωνία. Έγινε μήπως ποτέ κάποια προσπάθεια, ασκήθηκε κάποια ΠΟΛΙΤΙΚΗ που θα το εμπόδιζε; Αλλά, βεβαίως, οι Έλληνες πατριώτες, δεξιοί και αριστεροί, δε χρειαζόντουσαν «δυτικές» πολιτικές, δεν είχαν να αποδείξουν τίποτα. Ήταν καλοί και δημοκράτες και αντιρατσιστές από την κούνια. Αμ δε...

Τις θεωρίες περί διεθνούς σιωνιστικής συνομωσίας αλλά και περί συγκεκριμένων φυλετικών χαρακτηριστικών ποτέ δε σταματήσαμε να τις ακούμε στις περίφημες όξω καρδιά ελληνικές παρέες. Ξέρουμε, επίσης, πόσο φριχτά αραχνιασμένη (εκτός από αναποτελεσματική και μη ανταγωνιστική) ήταν –και παραμένει- η εκπαίδευση των παιδιών μας στα ζητήματα αυτά και σε άλλα. Ξέραμε, αρκετοί από εμάς, ότι ένα νέο κύμα διαφωτισμού εκκρεμούσε δραματικά, προκειμένου να αλλάξουν αργά και βασανιστικά οι αξίες και οι νοοτροπίες. Αυτά τα ξέραμε και τη «χρυσή εποχή», τότε, πριν τον θρίαμβο (;) της Ολυμπιάδας του 2004.

Για όσους, μάλιστα, εξακολουθούσαν να αμφιβάλλουν, ήρθε και η Ευρωπαϊκή Κοινωνική Έρευνα, που διεξήγαγε για την Ελλάδα το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ) στις αρχές του 2003. Η έρευνα, που δημοσιεύτηκε και συζητήθηκε ευρέως, επιβεβαιώσε απλώς ότι ήμασταν –προσέξτε, σε περίοδο έκρηξης της πλαστής ευημερίας μας…- πρωταθλητές σε ζητήματα ρατσισμού και ξενοφοβίας. Μας κινητοποίησε, άραγε, αυτό; Όχι βέβαια! Είχαμε να εκπέμψουμε σε όλη την υφήλιο το ιστορικό μας μεγαλείο.

Ευαίσθητοι συγγραφείς όπως ο Βασίλης Παπαθεοδώρου αφουγκράστηκαν έγκαιρα την αλήθεια κι έγραψαν βιβλία (για εφήβους) όπως το «Στη διαπασών» (2009), που περιγράφει ρεαλιστικά τη στρατολόγηση μαθητών από ομάδες τύπου ΧΑ και τη μύησή τους, ακριβώς, στην ομαδική βία, στο ρατσισμό και το ρατσιστικό μίσος. Το βιβλίο πήρε κρατικό βραβείο. Το μελανό θέμα, ωστόσο, στην πράξη αποσιωπήθηκε.

Πολιτισμικά, λοιπόν, ως προς την ταυτότητά μας, ως προς τη συνείδησή μας του εαυτού και του άλλου, ο ρατσισμός και η ξενοφοβία ήταν «εκεί» πολύ πριν ξεσπάσει η κρίση- πλήθος άλλωστε οι επιστημονικές μελέτες που το τεκμηρίωναν σε επιμέρους τομείς. Και ήταν εκεί από καιρό, στον κυρίαρχο λόγο του Ανδρέα Παπανδρέου, του Αντώνη Σαμαρά, του Ευάγγελου Βενιζέλου, του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου, του Αυγουστίνου Καντιώτη, του Άνθιμου στη Θεσσαλονίκη. Ήταν μέρος της κοινής φαντασίωσης δεξιών και αριστερών λαϊκιστών και καιροσκόπων, που γαλούχησαν τις νέες γενιές (αυτές που σαρώνει τώρα η ΧΑ) με τη μεγαλόστομη, ομφαλοσκοπική εθνικιστική-ρατσιστική ρητορική. Ο ρηχός καπετανίστικος κομπασμός για την ανωτερότητά μας ήταν μέρος μιας σχεδόν αυτονόητης ανάγνωσης που μεγάλο μέρος πχ της ποίησης του Ελύτη επέτρεψε και ευνόησε ως προς τον ίδιο τον εαυτό της, παραμορφωμένο έτι περαιτέρω από την πομπώδη «μάτσο» λεβεντιά ενός Θεοδωράκη: αυτή την τελευταία εκδοχή και η Αριστερά, η ηττημένη του Εμφυλίου, την απόλαυσε, σάμπως εκδικητικά, μαζί με το life-style. Τη γεύτηκε και τη χόρτασε όσο κανείς, εθελοτυφλώντας απέναντι στο σκοτεινό μήνυμα που η ίδια συνυπέβαλλε. Το μήνυμα, λεβέντικο και πολεμοχαρές, πέρασε στα τραγούδια, στα βιβλία, στις αφηγήσεις. Ρίζωσε, τολμώ να πω, μέσα στον καθένα από μας. Μας δίχασε εσωτερικά.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο υπεράνω πάσης υποψίας Λεωνίδας Κύρκος, που πρόσφατα μνημονεύθηκε, όπως το άξιζε, με σεβασμό και αγάπη, στην πρώτη επέτειο του θανάτου του. Όταν του ειπώθηκε, λοιπόν, του Λεωνίδα, σε κατ’ ιδίαν συζήτηση, την άνοιξη του ’89 ότι η νεολαία στρέφεται σε συντηρητικές κατευθύνσεις (με βάση το αποτέλεσμα των τότε φοιτητικών εκλογών), ο ηγέτης της ανανεωτικής αριστεράς απάντησε: «δε θέλω να ακούω Κασσάνδρες». Ξέρουμε, άλλωστε, πόσο μεγάλη αδυναμία έδειξε απέναντι στην -ΣΥΡΙΖεύουσα σήμερα- ηγεσία της τότε νεολαίας (του Ρήγα), όσο μάλιστα τον διαβεβαίωναν ότι τα πράγματα ήταν έτσι ακριβώς όπως ο ίδιος ήθελε να τα ακούει. (Τον ίδιο, βέβαια, δεν τον ήθελαν ούτε ζωγραφιστό να τον δουν- αλλά αυτό είναι άλλη μια από τις διαβολικές αντιφάσεις με τις οποίες κουμπώνει η Ιστορία τις αλλαγές των ταχυτήτων, ιδίως δε της όπισθεν). Την ίδια εποχή ο ρεφορμιστής Λεωνίδας, κατασυγκινημένος που απευθυνόταν και πάλι σε κοινό με το ΚΚΕ ακροατήριο, με τον Γκορμπατσώφ να μεσουρανεί, δήλωνε, και πάλι σε κατ’ ιδίαν συζήτηση, ότι ήταν και θα παρέμενε για πάντα φιλοσοβιετικός. Και, για να τριτώσει οπωσδήποτε το «κακό», την τελευταία φορά που είχα την τύχη να τον δω και να κουβεντιάσω μαζί του – θα πρέπει να ήταν ανάμεσα στο 2006 και το 2007- τον ζήσαμε να εξηγεί στην αμήχανη ομήγυρη ότι δεν έβλεπε τι το κακό και το άσχημο είχαν οι ωραίες μαθητικές παρελάσεις στις εθνικές επετείους (κάποιοι από την παρέα είχαν ψελλίσει ότι ίσως και να είχε έρθει πια ο καιρός τους να καταργηθούν).

Κι αν τα γράφω αυτά δεν είναι βέβαια για να αποκαθηλώσω με οποιονδήποτε τρόπο τον Λεωνίδα. Που και στα υπό συζήτηση θέματα, βλέπε «Μακεδονικό», επέδειξε Zivilcourage με το παραπάνω. Σκεφτείτε, θέλω να πω, αν έτσι σκεφτόταν κι αντιδρούσε ο Λεωνίδας, τί γινόταν με τους άλλους. Δείτε, με έναν τρόπο παραδειγματικό, το μέγεθος της αδυναμίας και της στρέβλωσης ενός ολόκληρου κόσμου, που ούτε και το πιο φωτισμένο κομμάτι του δεν ήθελε να δει κατά πρόσωπο αυτό που ήταν το κατεξοχήν δυσάρεστο, αυτό που με τίποτε δεν «κολλούσε» με τη στερεότυπη αυτοεικόνα. Και, για να είμαστε δίκαιοι και ειλικρινείς: ίσως δεν ήταν, εντέλει, και δουλειά της γενιάς του Λεωνίδα να το κάνει αυτό. Αν όμως αποτολμήσουμε να προχωρήσουμε πιο κάτω στις ηλικίες, τότε πια τα ελαφρυντικά, φοβάμαι, θα εξαερωθούν εν ριπή οφθαλμού. Κάτι θα ξέρει, σκέφτομαι εκ των υστέρων, η Φραγκουδάκη που καλεί με τόση πίκρα «Ας ξυπνήσουμε οι αθώοι» - κι ας υποχωρεί στο τέλος στο λεωνιδο-κυρκικό «Λαός φονιάδων δεν είμαστε, όχι».

 

Ακολουθήστε το limnosfm100.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
Μοιραστείτε το