Ο Αντρέας είναι 26 ετών και κατοικεί στη Μύρινα αφού εργάστηκε για λίγα χρόνια στην Καβάλα και στις Σέρρες. Αν και γεννήθηκε στη Μύρινα, όταν έφυγε για το ΙΕΚ του στην Καβάλα, υποσχέθηκε να μην επιστρέψει, ελπίζοντας πως πέρα από το νησί υπάρχει μία διαφορετική ζωή που πρέπει να ζήσει, που είναι εκεί και τον περιμένει. Λόγω της μεγάλης ανεργείας που αντιμετώπισε, επέστρεψε στο πατρικό του και τώρα εργάζεται στο μαγαζί του πατέρα του για ένα συμβολικό μισθό. Τις νύχτες κάθεται επί ώρες στον υπολογιστή κι αναζητάει ταξιδιωτικούς προορισμούς για τους οποίους δεν έχει την οικονομική δυνατότητα.
Η Ελισάβετ είναι 30 ετών και στρατιωτικός από τη Θεσσαλονίκη. Μένει εδώ και δύο χρόνια στο Μούδρο, καθώς το Σώμα την κάλεσε να υπηρετήσει στη Λήμνο, αφού είχε περάσει ήδη από την Κομοτηνή και τη Λάρισα. Είναι άγνωστο το πόσο θα μείνει ακόμη στο νησί, καθώς δεν έχει όλα τα απαραίτητα κριτήρια για να μετατεθεί άμεσα, γεγονός που την στεναχωρεί πολύ. Ξυπνάει κάθε πρωί στις 6 και επιστρέφει στο σπίτι της στις 4. Το απόγευμα κοιμάται πολύ, μετά παρακολουθεί τηλεόραση, μαγειρεύει για την επόμενη μέρα και πέφτει πάλι νωρίς για ύπνο.
Ο Μάρκος είναι 16 ετών, φέτος τελειώνει την Α’ Λυκείου και είναι Λημνιός. Ποτέ δεν ήταν ιδιαίτερα επιμελής μαθητής, παρόλο που όλοι οι καθηγητές του τού έλεγαν πως είναι έξυπνος και πως έχει δυνατότητες. Ο ίδιος παρουσιάζει τον εαυτό του ως «αντικοινωνικό» στην προσπάθειά του να εξηγήσει το λόγο για τον οποίο δεν κάνει ίδιαιτερη παρέα με τα παιδιά του Λυκείου, τα οποία πάντοτε του φαινόταν κάπως ανώριμα, αγενή και με περιεχόμενο σκέψης που δε ταιριάζει με τον δικό του. «Είναι δύσκολο να μην έχεις κάποιον να επικοινωνήσεις μαζί του και να κάνεις παρέα» αναφέρει ο Μάρκος. Το όνειρό του είναι να φύγει από το νησί για να αναζητήσει έξω από αυτό πρόσωπα κι εμπειρίες που του ταιριάζουν.
Η Μάγδα είναι 52 ετών, εκπαιδευτικός από τα Ιωάννινα και ζει στη Μύρινα τα τελευταία 20 χρόνια όπου είναι παντρεμένη με τρία παιδιά. Στην αρχή της εγκατάστασής της στο νησί πίστεψε πως πρόκειται για μοναδική ευκαιρία να μεγαλώσει ξέγνοιαστα και με ασφάλεια τα παιδιά της, μακρία από τα καυσαέρια, τις πολυκατοικίες και το θόρυβο. Τα παιδιά της σήμερα σπουδάζουν στην Πάτρα, ο συνταξιούχος σύζηγός της περνάει το χρόνο του στο καφενείο και το ψάρεμα και η ίδια αντιμετωπίζει καταθλιπτικά συμπτώματα, μένοντας μόνη κι αναπολώντας τους ήχους και τις εικόνες των πόλεων.
Ο Άγγελος είναι 38 ετών από τον Άγιο Ευστράτιο όπου εργαζόταν για μεροκάματα σε οικοδομικές εργασίες. Πριν από 5 χρόνια αποφάσισε να εγκατασταθεί στη Λήμνο για να διεκδικήσει μία σταθερή θέση εργασίας και μία καλύτερη ποιότητα ζωής. Σήμερα είναι άνεργος, δεν έχει δική του οικογένεια και δεν αντέχει να τον λυπάται και να τον συζητάει ο κόσμος, όπως λέει ο ίδιος. Το μόνο που του δίνει κουράγιο είναι οι βόλτες με το αυτοκίνητο, αλλά τα στενά όρια του νησιού τον εγκλωβίζουν. «Μακάρι να ήταν στεριά, θα έφευγα μακρία και δε θα επέστρεφα» λέει.
Οι παραπάνω ιστορίες είναι αντιπροσωπευτικές μίας κοινής ανάγκης πολλών κατοίκων του νησιού: να απεγκλωβιστούν από αυτό που θεωρούν ότι τους «πνίγει». Η θέληση για ελευθερία, ο πόθος για ανεξαρτησία, η επιθυμία για φρέσκο αέρα, ανοιχτό χώρο και χρώματα, η λαχτάρα για καινούριες εμπειρίες δίχως να χρειάζεται κάποιος να προσποιείται ότι είναι κάτι που δεν είναι ή ότι δεν είναι κάτι που είναι…
Σε κάποιους ανθρώπους η φλόγα για μία νέα αρχή δε θα σβήσει ποτέ. Για όλους υπάρχει ένα μονοπάτι της ζωής που περπατώντας το κάποιος θα νιώθει πως είναι «ο πραγματικός του εαυτός»…