Σερφάροντας αξημέρωτα ένιωσα το βάρος της υπερπαραγωγής των πάσης φύσεως εκδηλώσεων της γκλαμουριάς, της επινόησης και παρανόησης συγχρόνως. Μια πασαρέλα καθισμάτων για τους σήκω συ να κάτσω εγώ, να πω να φιγουράρω να ταργκαριστώ στο πίσω απ´ τις αράδες ανώνυμο πλήθος…Στοπ με προστάζω …ας αναλογιστούν οι « βάρβαροι» γι αυτά τα επιλείψιμα μασκαραλίκια.
Σερφάρω. Πέφτω στο δρόμο προς τη φάτνη τον σωστό.
Υπερπαραγωγές οι στολισμοί των δένδρων των βιτρίνων των σπιτιών.
Χθες περνώντας από τη Μ.Βρετανία..ο ίδιος πάντα στολισμός κάτι σαν φορεσιά ένα πράγμα δηλ. και στην πλατεία Συντάγματος το πανύψηλο φυσικό Δένδρο στολίζεται πυρετωδώς να προλάβει τη γιορτή. Λαμπάκια και πλουμίδια παντού και το ταξί που σταμάτησε να μας πάρει, ζωσμένο πολύχρωμα λαμπιόνια κάτι σα γιάφκα ένα πράγμα δηλαδή. Είδαμε και πάθαμε να το βρούμε και τελικά από τον φόβο της ανάφλεξης δεν μπήκαμε μέσα…
Έχω δίκιο ή άδικο να νοσταλγώ;
Πιάνω την πένα γράφω.
Στην αυλή της Φουσιάνενας δέσποζε μια πελώρια κουκουναριά.Δυό τρεις μέρες πρίν απ'τα Χριστούγεννα η κυρά Μαρία φώναζε απ' το βορινό της παραθύρι..."Ελένη στείλε κάποιον να κόψει το δέντρο των παιδιών".
Έτσι ένα ολόδροσο κλωνάρι πεύκου στήνονταν στη γωνία του καθιστικού και έστελνε μυρωδιά ρετσίνας σ'όλο το χώρο.
Ένοιωθες πως ναι… τα Χριστούγεννα είχαν φτάσει. Ανάμεσα στις βαθυπράσινες βελόνες πρόβαλαν σφιχτά κωνοειδή κουκουνάρια.Τα τυλίγαμε με ασημόχαρτο από τα τσιγάρα Άσσος του πατέρα και φάνταζαν χριστουγεννιάτικες μπάλες άγνωστες ακόμα τότε.Το ίδιο κάναμε και με καρύδια, μικρά μανταρίνια και κάστανα. Ρίχνανε πάνω στα κλωνιά κι άφθονη μπαμπακούρα για να δείχνει χιονισμένο και περιμέναμε το βράδυ τον πατέρα να μας ανάψει τα κεράκια που τα είχαμε εφαρμόσει πάνω στα κλαδιά με θήκες μανταλάκια. Πάντοτε το ανάβαμε παρουσία του πατέρα με προσοχή μη πάρει φωτιά η μπαμπακούρα και γίνει το ολοκαύτωμα. Το πρωί της παραμονής που συνήθως ένα χιονόνερο τουλάχιστον θα το έριχνε, μακάρι και χιόνι να ήταν, η μητέρα μας φόραγε τα καλά μας, χειροφιλούσαμε τη Νόνα και τον πατέρα και πηγαίναμε να μας κοινωνήσει ο παπα Βασίλης.
Η παρέα για τα κάλαντα ήταν προκαθορισμένη από μέρες...Η Μαρίτσα, το Βαγγελιώ, η Τέγια κι εγώ...Χωριστά πάντα τα αγόρια από τα κορίτσια. Τα παλτουδάκια μας ραμμένα από τις μανάδες μας είχαν πάντα μεγάλες τσέπες. Στη μια έπεφταν τα φραγκοδίφραγκα, δεκάρες και κοσάρες και στην άλλη κουραμπιέδες, φοινίκια, καρύδια,φουντούκια, σταφίδες. Το ξεκαθάρισμα κι η μοιρασιά γίνονταν κατά το μεσημέρι.. αποκαμωμένες,παγωμένες αλλά γεμάτες ικανοποίηση, χαρά ...ανείπωτη χαρά.
Τα αγόρια από μέρες φιλοτεχνούσαν στα κατώγια μια τενεκεδένια καράβα
με ξάρτια ψωταγωγημένα και στη πλώρη μια τρύπα για να ρίχνουν οι μαγαζάτορες μέσα τα μπαξίζια. Ναι τα αγόρια έλεγαν τα κάλαντα στην αγορά, ενώ εμείς στα σπίτια.
Ο Κόντογλου έλεγε: Ένας λαός που έχει χάσει την παράδοσή του είναι σαν τον άνθρωπο που έχει χάσει το μνημονικό του.
Η τήρηση των λαϊκών παραδόσεων στο σπίτι είχε και έχει ακόμα περισσότερη αξία σήμερα πιστεύω, την εποχή της αλλοτρίωσης των πάντων. Αξία παιδαγωγική, και κοινωνική για όλα τα μέλη της οικογένειας και όλες τις ηλικίες(παιδιά,γονείς, γιαγιάδες,παππούδες.).Οι παραδόσεις ενώνουν, δυναμώνουν τον ιστό της οικογένειας και προστατεύουν τα μέλη της από τη μοναξιά και την αβεβαιότητα, που συχνά πυκνά παρατηρείτε σε άτομα που έχουν απομακρυνθεί από το παραδοσιακό σπίτι
Οι παραδόσεις έχουν κανόνες και συμβάλλουν στη μετάδοση βασικών και ηθικών αξιών. Τα παιδιά μιμούνται τα πρότυπα συμπεριφοράς του φυσικού τους περιβάλλοντος. Οι γονείς μας φρόντιζαν γι'αυτό και μας είχαν κοινωνούς των καθημερινών τους δραστηριοτήτων.
Οι κουραμπιέδες, τα μελομακάρονα, οι βασιλόπιτες, οι δίπλες, οι λαλαγίτες και όλα τα καλούδια των εορτών γίνονταν με τη συμμετοχή μας και τη βοήθειά μας.Ήταν η μεγάλη μας χαρά να ζυμώνουμε, να πλάθουμε, να δημιουργούμε και να πηγαινοφέρνουμε τις λαμαρίνες στους φούρνους της γειτονιάς. Αυτά όλα τόνιζαν τη διαφορετικότητα των ημερών και τις έκαναν ξεχωριστές.Τα χρόνια ήταν και τότε δύσκολα.Και ενώ τώρα έχουμε τις ψυχές μας ανοιχτές στον πόνο που δημιούργησε η οικονομική κρίση... τότε ανακαλύπταμε τρόπους να κλείνουμε έξω από τις ψυχές μας την κρίση που μας άφησε η κατοχή και αξιολογούσαμε το μέγεθος του μικρού που από μόνο του στα μάτια μας γίνονταν μεγάλο. Δυο τρία χαρούπια(γκτιρίδια), ένα κατακόκκινο γλειφιτζούρι, ένα μανταρίνι δυο ροδαλές καραμελίτσες ραντεβού, ήταν καλούδια ικανά να μας χαρίσουν ψυχική ευφορία, χαρά, διάθεση για παιχνίδι...ναι παιχνίδι αυτοσχέδιο, δεν υπήρχαν καν ούτε τα πλαστικά.
Όταν ο πατέρας μας έφερε πρώτη φορά πολύχρωμες χριστουγεννιάτικες μπάλες για το δέντρο ήταν σα να μας χάριζε τον ουρανό με τ'αστρα.
Αυτά τα πεφταστέρια έγραφαν το δικό μας παραμύθι τότε και για πρώτη φορά σα παιδιά αρχίσαμε να χτίζουμε μέσα μας πετραδάκι πετραδάκι το θρόνο του Αη Βασίλη και αυτόν το θρόνο μέσω της παράδοσης να τον κληροδοτήσουμε στα παιδιά μας.
Επανέρχομαι στο σήμερα. Σερφάρω στις σελίδες του νησιού μας. Συναγωνισμός - ανταγωνισμό θα τον έλεγα, ποιός πολιτιστικός σύλλογος θα πρωτοτυπήσει στο στολισμό του χωριού, του δένδρου, της χαράς μεγάλων και μικρών.
Λαμπιόνια παντού η χαρά των Χριστουγέννων. Όλοι τη δικαιούνται όλοι. Όλοι γίνονται παιδιά γελούν ψάλλουν κάλαντα …τρώνε μελομακάρονα και κουραμπιέδες ….
Και στο σερφάρισμα έπάνω μια φωτιά αναμμένη …Όχι δεν είναι το τζάκι από το οποίο θα κατεβεί ο Αη Βασίλης να φέρει τα δώρα στα παιδάκια.
Είναι μια ψησταριά που ψήνει ευωδιαστά σουβλάκια …πληρώνεις και παίρνεις …το μεγαλείο της μετάλλαξης των εθίμων και των παραδόσεων…Αλί σε μας και Τρις Αλί…κι άντε να βρεις Κόντογλου να καταγράψει.
Δύσκολη η πισωπροσαρμογή από το κινητό στο σταθερό, κι από το ντελίβερι στο γλυφιτζούρι…
Καλά κι ευλογημένα Χριστούγεννα.