Πέντε-έξι ντόπιοι και τρεις επισκέπτες κατεβήκαμε όλοι κι όλοι, εμείς δηλαδή κι ο Βασίλης παραδίπλα, επισκέπτης κι αυτός, με αποσκευή μια πλαστική σακούλα μαναβικής στο χέρι. Περιμέναμε για λίγο την κ. Ζωή να μας πάει στο δωμάτιο. Σταθήκαμε μόνοι στο μόλο, το καράβι έλυσε γρήγορα τους κάβους. Για Λήμνο, καθώς έφευγε φώτισε πίσω μας το μεγάλο λιμενοβραχίονα, μια μεγάλη τοιχογραφία διακοσίων περίπου μέτρων μήκους και πέντε μέτρων ύψους εμφανίσθηκε δίπλα μας, λες και ήθελε να τονίσει πως, εδώ, δεν ήρθαμε μόνο για μπάνια.
Οι προσωπογραφίες του Βάρναλη, του Λειβαδίτη, του Ρίτσου κι ανάμεσά τους στίχοι… στίχοι εκτοπισμένοι μάς πήραν απ’ το χέρι, μας οδήγησαν, αχάραγα ακόμη, στην πρόσφατη σκληρή ιστορία αυτού του ιερού ξερόβραχου. Μας πλησίασε ο Βασίλης λίγο χαμένος «…ήταν ο πατέρας μου εδώ, εξόριστος, γι’ αυτόν ήρθα στον Αϊ-Στράτη, του το χρωστούσα…, πρώτη φορά είναι, το βράδυ θα φύγω…». Απ’ τη μια οι εξόριστοι στίχοι και οι ποιητές τους στο μεγάλο τοίχο του λιμενοβραχίονα, κι απ’ την άλλη η ομολογία χρέους τού μοναχικού Βασίλη στον εκτοπισμένο πατέρα. Νοιώσαμε, με το πρώτο βήμα στο νησί πως, τις μέρες μας εδώ, θα τις περπατήσουμε αισθανόμενοι έντονα, το άγγιγμα της πρόσφατης σκληρής ιστορίας του νησιού που «φιλοξένησε» γενναίους κι ανυπότακτους.
Εννέα χιλιάδες πέρασαν απ’ το νησί με το ιδιώνυμο του Βενιζέλου απ’ το ’30 μέχρι το ’63. Την άλλη ημέρα ξεκινήσαμε, επίσκεψη στο «Μουσείο της Δημοκρατίας», εικόνες και στιγμιότυπα παντού, από τα άλλα ξερονήσια της εξορίας, την Ανάφη, την Λέρο, την Ικαρία, την Μακρόνησο κ.ά. Ενας συνοπτικός χάρτης μας κατατόπισε για το θέατρο, το αναρρωτήριο, το σανατόριο, το φούρνο, το τσαγκάρικο των κρατουμένων, για το σεισμό του ’68 που τσάκισε και αλλοίωσε το χαρακτήρα του νησιού, τα τοπωνύμια επίσης που είχαν δώσει οι εξόριστοι, ο βράχος φερ’ ειπείν, στην άκρη του κόλπου του λιμανιού «Βράχος του Λένιν», στο βόρειο ακραίο σημείο «Βράχος του Τρότσκι», η αμμουδερή παραλία μετά το λιμάνι η «Σαχάρα των εξορίστων», ο δρόμος δίπλα στο ποτάμι που διασχίζει τον οικισμό «Η Λεωφόρος των Μπολσεβίκων». Το μεσημέρι συναντήσαμε στην ταβέρνα τον Βασίλη, μας τα είπε όλα, περιέγραψε με το βλέμμα του μόνο και χωρίς πολλά λόγια, το μεγάλο βάρος της εξορίας, το βαρύ προσωπικό τίμημα της οικογένειας, μια σύντομη παραληρηματική εξομολόγηση «…στο παγκάκι την έβγαλα μέχρι να ξημερώσει… θα φύγω το βράδυ…, γεννήθηκα ανάμεσα σε δυο νησιά… σε δυο εξορίες, τον γνώρισα μετά, είχε αρρωστήσει στις εξορίες, δεν ήθελε να υπογράψει, πέθανε ο πατέρας…, ήθελα να πεθάνω κι εγώ…, έκανα απόπειρα μετά, δύο φορές, με πιάσανε να κοιμάμαι στον τάφο του στην Αργυρούπολη…», δυο λόγια μονάχα, τα είπε όλα ο Βασίλης. Τα προσωπικά δράματα των εκτοπισμένων γινήκαν, σε πολλές περιπτώσεις, δαίμονες και εφιάλτες με την επιστροφή τους, μια καινούργια εξορία λες, μια νέα φυλακή.
Στο λόφο με το εκκλησάκι του Αγίου Μηνά την επομένη, απόγευμα, μια σύγχρονη Τούμπα εκεί, Τύμβος πεσόντων.
«Μέρες του ’36» θαμμένες στο κενοτάφιο, οστά τριάντα τριών κομμουνιστών από την εξέγερση του ’36 στη Θεσσαλονίκη, 18 εργάτες, 2 τσαγκάρηδες, 2 φυματικοί, 3 Εβραίοι, και άλλοι, αγρότες, σπουδαστές, εκτοπίσθηκαν στον Αϊ-Στράτη, καταδικάστηκαν να πεθάνουν στο «θάλαμο», από πείνα, τρόπος εκτέλεσης η πείνα, ξεδίψασε για λίγο, με το νερό που κουβαλούσαμε η ξεφτισμένη απ’ την πολυκαιρία μαύρη μαρμαρόπλακα, άστραψε πάνω στη σπονδή το κόκκινο του δύοντος ηλίου απέναντι, φύγαμε ακολουθώντας τους στίχους του ποιητή…
«σε κάθε βήμα, πρόσεχε,
κάτω απ’ το χώμα ζούνε οι νεκροί μας,
ζούνε οι σκοτωμένοι μας,
μην τους κτυπήσεις την καρδιά με το βήμα
σου, πρόσεχε, γιατί αγρυπνάνε πάντα
οι σκοτωμένοι, γιατί ακούνε οι σκοτωμένοι, οι
σκοτωμένοι βλέπουν και κρίνουν».
Αϊ-Στράτης,
Γ. Ρίτσος /οι γειτονιές του κόσμου/ …
Λίγα λόγια για τον Αϊ-Στράτη
Είναι γνωστό ότι το μικρό άγονο νησί, βορειοδυτικά της Μυτιλήνης, με τους λίγους κατοίκους του, ο Αγιος Ευστράτιος, που στο μάθημα της Γεωγραφίας και της Ιστορίας της χώρας μας δεν αναφέρεται, έχει περάσει για πάντα στην Ιστορία του λαού μας, με το όνομα Αϊ-Στράτης και με την επίσημη – πανελλαδική ταυτότητα «Το νησί των πολιτικών εξορίστων».
Ο ελληνικός λαός, ανεξάρτητα από πολιτικές πεποιθήσεις, το θεωρεί «ιστορικό τόπο» και η επίσημη Πολιτεία το έχει αναγνωρίσει. Ο Αϊ-Στράτης «φιλοξένησε» πάνω από 10.000 πολιτικούς κρατουμένους από το 1930 έως και το 1943 και από το 1947 έως το 1963. Την άνοιξη του 1947 άνοιξε και πάλι σαν τόπος εξορίας Αριστερών. Με τον αναγκαστικό νόμο 511 της 31ης Δεκεμβρίου 1947 (Α299) «η επίσημη ονομασία του στρατοπέδου του Αϊ-Στράτη έγινε «Στρατόπεδον Πειθαρχημένης Διαβιώσεως Εκτοπισμένων».
Μετά το κλείσιμο της Μακρονήσου ο Αϊ-Στράτης αποτέλεσε τον μαζικότερο τόπο εξορίας. Σπουδαίοι πνευματικοί άνθρωποι εκτοπίστηκαν στο νησί αυτό, όπως ο εκπαιδευτικός, συγγραφέας και πολιτικός Δημήτρης Γληνός, οι ποιητές Κώστας Βάρναλης, Γιάννης Ρίτσος, Τάσος Λειβαδίτης, οι λογοτέχνες Μενέλαος Λουντέμης, Θέμος Κορνάρος, Δημήτρης Φωτιάδης, οι ηθοποιοί Μάνος Κατράκης και Τζαβαλάς Καρούσος, και πολλοί άλλοι, επώνυμοι και μη. Επίσης, πολλοί Αριστεροί πολιτικοί εκτοπίστηκαν στον Αϊ-Στράτη, όπως ο Ηλίας Ηλιού, ο Αντώνης Μπριλλάκης, ο Κώστας Γαβριηλίδης, ο Στέφανος Σαράφης κ.ά. Υπολογίζεται ότι από το 1947 μέχρι και το 1962 πέρασαν από το νησί περίπου 9.000 Αριστεροί εξόριστοι. Το στρατόπεδο κράτησης του Αϊ-Στράτη έκλεισε οριστικά το 1962. Τη νύχτα της 20ής Φεβρουαρίου του 1968, χτύπησε τον Αγιο Ευστράτιο σεισμός έντασης 7,1 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ και διάρκειας 22 δευτερολέπτων, αφήνοντας είκοσι και πλέον νεκρούς και δεκάδες τραυματίες, ενώ εκτεταμένες ήταν και οι καταστροφές στη γειτονική Λήμνο.
Πηγή: ekirikas.com