Λίγες ώρες νωρίτερα, η πράξη των Λημνιών κατοίκων είχε κάνει το γύρω του διαδικτύου μετά την ανάδειξη της πράξη από τον Fm 100 και το limnosfm100.gr.
Το αφιέρωμα του "Έθνους" με τίτλο "Ο καλός ποιμένας των προσφύγων", αναφέρει:
«Οταν είδα τα παιδάκια να κλαίνε και να έχουν δύο μέρες να φάνε, αμέσως σκέφτηκα τι μπορώ να τους δώσω, φαγητό για τόσα άτομα δεν είχα, αλλά είχα γάλα και τους έδωσα... αυτό που ένιωσα εκείνη τη στιγμή δεν περιγράφεται με λόγια», διηγείται.
Τα λόγια του μαρτυρούν με σαφήνεια πως η ανθρωπιά επιμένει και αντιστέκεται σε μια Ελλάδα όπου όλα δείχνουν να καταρρέουν. Είναι ο Νάσος Καραγιαννάκης από τον Κάσπακα της Λήμνου, ένας 33χρονος βοσκός που συχνάζει καθημερινά στα βουνά της Βίγλας, εκεί όπου ο ίδιος και η οικογένειά του ασχολούνται χρόνια με την κτηνοτροφία και τη γεωργία.
Το πρωί της περασμένης Δευτέρας περνούσε κοντά από το Ακρωτήριο Μούρτζουφλος, όταν 108 πρόσφυγες, μεταξύ των οποίων πολλά παιδιά, είχαν φτάσει στο νησί κυνηγημένοι από την κόλαση του πολέμου. Κατάφερε να συνεννοηθεί με σπαστά Αγγλικά μαζί τους. Τα παιδιά έκλαιγαν. Ο ξένος που μιλούσε Αγγλικά τού είπε πως είχαν δύο μέρες να φάνε. «Εκείνη την ώρα βούρκωσαν τα μάτια μου, συγκινήθηκα», λέει στο «Εθνος».
Θέλοντας να βοηθήσει με όποιον τρόπο μπορούσε, πήγε στο κοπάδι του, άρμεξε, έβρασε το γάλα, επέστρεψε και το μοίρασε στα προσφυγόπουλα που βυθίζονταν στην απόγνωση λίγα μέτρα πιο πέρα. Τα παιδιά θα συνέχιζαν χορτασμένα το δύσκολο ταξίδι.
Κινητοποίηση
Η σκηνή άγγιξε τις ευαίσθητες χορδές όσων έτυχε να βρεθούν εκεί, παρακινημένοι και οι ίδιοι από την ανάγκη να συνδράμουν τους πρόσφυγες, ενώ έγινε θέμα συζήτησης στο νησί. Οι ξεριζωμένοι Σύροι, που κανείς από τους ντόπιους δεν κατάλαβε πώς ξεβράστηκαν από τη μεριά του Αθω, υποδέχτηκαν την κίνηση του κ. Καραγιαννάκη με χαμόγελα.
«Καθημερινά γύρω στις 7 το πρωί περνάω από αυτό το σημείο», περιγράφει στο «Εθνος». «Τη Δευτέρα στον κεντρικό δρόμο εμφανίστηκαν μερικοί μετανάστες, που είχαν καταφέρει να ανέβουν στην άσφαλτο από το ακρωτήρι. Είναι περίπου επτά χιλιόμετρα απόσταση. Τα παιδιά έκλαιγαν. Κάποιος που μιλούσε σπαστά Αγγλικά μάς είπε ότι είχαν να φάνε δύο μέρες και τότε τρελάθηκα. Σκέφτηκα ότι κάτι πρέπει να κάνω.
Δεν είχα τίποτα να τους δώσω και αποφάσισα αν δεν βρω κάτι να πάω να αγοράσω ψωμί. Πήγα στο μαντρί όπου έχουμε κατσίκες και τις άρμεξα. Καθάρισα το γάλα, το έβρασα και το πήγα πίσω. Τουλάχιστον να φάνε τα παιδιά. Εκανα μιάμιση ώρα να γυρίσω και τους είχαν ήδη πάει από το στρατόπεδο νερό και ψωμί. Ξεκίνησα να βάζω στα πλαστικά ποτηράκια γάλα και τα παιδιά βουτούσαν το ψωμάκι και έτρωγαν. Δύο, τρία ήταν μωρά και τους έδιναν το γάλα στο μπιμπερό. Το γάλα ήταν καμιά τριανταριά κιλά και αφού έφαγαν τα παιδιά πήραν σειρά οι γυναίκες και μετά οι άνδρες.
Δεν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε, αυτοί οι άνθρωποι έχουν τη δική τους γλώσσα και εμείς τη δική μας, μα με κοιτούσαν και έλεγαν με τα μάτια τους ευχαριστώ... Εκείνο που ένιωσα αυτές τις στιγμές δεν πρόκειται να το ξεχάσω ποτέ. Ηταν πολύ συγκινητικό», λέει ο κ. Καραγιαννάκης.
Και προσθέτει: «Εχω ένα παράπονο και θέλω να το πω. Υπάρχουν άνθρωποι εδώ, Ελληνες, που λένε για εκείνους "κακώς έρχονται". Κάποια στιγμή μπορεί να πέρασε και από το δικό μου μυαλό. Αλλά αν έβλεπαν εκείνα τα μάτια θα άλλαζαν γνώμη. Να βοηθάμε ό,τι μπορούμε και όπως μπορούμε ο καθένας. Είναι απαραίτητο...».

Πηγή: ethnos.gr / Κατερίνα Ροββά


























