Μια μέρα κόπηκε μαχαίρι αυτή η συνήθεια. Έμεινα ώρα πολλή στην ίδια σελίδα, κοιτάζοντας λοξά δίπλα μου μια σταγόνα αλμυρό νερό που κατέβαινε σιγά σιγά από τον αφαλό της προς την άκρη του μαγιώ, όσην ώρα οι πόροι από το δέρμα της ανοίγαν και κλείναν με τέτοια πείνα -έτσι με βόλευε να πιστεύω- που όμοιά της μόνο στους μεγάλους λιμούς της Ιστορίας θα ‘βρισκες. Μπορεί να ήταν και πάνω από μισή ώρα, ποιος ξέρει, δεν κάθεσαι να χρονομετράς τέτοιες μεγάλες στιγμές. Κάποια στιγμή γύρισε και με κοίταξε, μέσα απ΄τα γυαλιά. Δεν πρόλαβα να στείλω τη ματιά μου αλλού, έμεινε εκεί, να χαζεύει το μακρύ δρομολόγιο της σταγόνας. Ας με έβλεπε, δεκάρα δεν έδινα για το τι θα σκεφτόταν.
Το βιβλίο δεν το άφησα να πέσει δίπλα, το κρατούσα θαρρείς και νοιαζόμουν να κρυφτώ από τη θάλασσα κι όχι απ’ το βλέμμα εκείνης. Μετά από έναν αιώνα, η σταγόνα κατάφερε να φτάσει ως το ύφασμα. Αφού πρώτα μου ΄βγαλε την ψυχή. Ήταν μισή τρίχα μακριά από κει που επιτρεπόταν να πάνε τα μάτια, μετά αναλάμβανε το μυαλό και τρύπωνε παραπέρα και παραπέρα και δρόμο για επιστροφή δεν έβρισκε. Δε ρίχνεις ψιχουλάκια εκεί, δε ρισκάρεις να σου πουν μια μέρα «ξέρεις το δρόμο, γύρνα πίσω».
Σήκωσε τα μάτια απ’ το βιβλιαράκι που ξεφύλλιζε, με είδε, σήκωσε μια στάλα την άκρη απ΄το μαγιώ και άφησε τη σταγόνα να μπει μέσα. Το ‘κανε επίτηδες, το ξέρω. Μπήκα κι εγώ μαζί και δεν νομίζω ότι βγήκα από τότε. Δεν πήρα τίποτε φεύγοντας, ούτε πετσέτες, ούτε γυαλιά, ούτε ένα κουτάκι μπίρα, ούτε λόγος για βιβλίο. Άμα βρεις το μονοπάτι (με το μυαλό έστω), ολόκληρη η Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας θα ‘μοιαζε κιόσκι μπροστά στο τι θα συναντήσεις κει μέσα.
Που και που πάμε μαζί στη θάλασσα, ως και σήμερα. Όταν οι άλλοι παραδίπλα με ρωτάνε «πώς και δεν πήρες τίποτε να ξεφυλλίσεις;», εκείνη χαμογελάει μυστικά, χωρίς να πει κουβέντα. Ανασηκώνει μια στάλα την άκρη απ’ το μαγιώ και μ΄αφήνει να διαβάσω..
♫