Το απόγευμα ξαναβγήκα στην πόλη και συνάντησα δυο πόδια στην άκρη της ασφάλτου. Μου άρεσαν τόσο πολύ που δεν μπόρεσα να μην τα φωτογραφίσω. Είδα κόσμο αμέτρητο, αλλά κανένα ζευγάρι πόδια δεν με συγκίνησε τόσο όσο αυτό. Είχαν κάτι πολύ σεμνό και προβληματισμένο, έτσι όπως έστεκαν κολλητά, μονιασμένα μεταξύ τους, κι επίσης μου άρεσε πολύ που τα παπούτσια τους ήταν κάπως φθαρμένα και πρόδιδαν έντονη χρήση και συνήθεια. Τα παπούτσια των ανθρώπων με συναρπάζουν.
Σε ένα στενό λίγο πιο κει, διάβασα ένα σύνθημα στον τοίχο που σκέφτηκα πως ήταν από μόνο του ολόκληρος διάλογος. Κάποιος παραπονιόταν πως ο χώρος ήταν άδειος, και κάποιος άλλος βιάστηκε να τον γεμίσει με βογκητά. Είναι να μην τους αγαπάς μερικές φορές τους ανθρώπους;
Σε ένα άλλο σημείο της πόλης πέρασα μπροστά από το αγαπημένο μου εγκαταλελειμμένο μαγαζί: ένα πρώην χασάπικο, που κάθε φορά που περνάω από μπροστά του κοντοστέκομαι, κοιτάζω τα τσιγκέλια και την πόρτα του ψυγείου του και σκέφτομαι φρικιαστικές εικόνες. Μερικές φορές που δεν ήξερα, στην αρχή, προσπαθούσα να μυρίσω το παλιό αίμα μέσα από το συρματόπλεγμά του, αλλά τελικά κατάλαβα πως οι μυρωδιές φθίνουν με το χρόνο. Κι έτσι μένω πια απλώς να το κοιτάζω χωρίς να περιμένω και πολλά. Είναι όμως πολύ ηδονική αυτή η στιγμή, γιατί αμέσως μετά ονειρεύομαι πως το χασάπικο το παίρνω και το κάνω μπαρ, και μέσα του παίζω Diamanda Galas, Coil, Nick Cave διάφορες άλλες noise μουσικές και οι ψυχές των σφαγίων αγαλλιάζουν και χαίρονται μαζί μας, ξεχνώντας για λίγο το δήμιο που τα έκανε κομμάτια.
Μετά κατηφορίζω προς το αγαπημένο μου καφενείο και πέφτω πάνω στη Ρόζα. Η Ρόζα είναι μια άγνωστη που την είδα μία και μοναδική φορά. Όποτε περνάω όμως από κει την βλέπω με το δικό μου τρόπο. Εγώ την βάφτισα έτσι επειδή σκέφτηκα πως αυτό το όνομα της ταίριαζε πολύ. Δεν την ξαναείδα από τότε, όμως πάνω της αποφάσισα να στήσω ένα καινούριο βιβλίο. Το ξεκίνησα ήδη και η Ρόζα μένει εκεί. Αυτό τον καιρό είναι ερωτευμένη με κάποιον που την απατά με την ίδια της την κόρη. Στην κόρη της έχω δώσει το όνομα της δικής μου κόρης. Παράξενο ε;… Μετά θα δω τι θα συμβεί, κι ομολογώ πως έχω λίγη αγωνία, μιας και ποτέ δεν ξέρω από πριν τη συνέχεια των ιστοριών μου.
Περνώντας από το αρμένικο νεκροταφείο, λέω ένα γεια στην 25χρονη κοπέλα που έχασε τη ζωή της ποιος ξέρει από τι και πάντα, πάντα της λέω να μην στεναχωριέται. Δεν ξέρω τι άλλο να της πω, όλο ψάχνω κι όλο βρίσκω, μα τελευταία στιγμή τα ξεχνάω όλα. Το μόνο που με ανησυχεί είναι τα γόνατά της που θα κουράζονται, έτσι όπως στέκεται πάνω στο μνήμα της και προσπαθεί κάπου να αφήσει ένα λουλούδι. Είναι αγωνιώδες και λυπηρό να θες να προσφέρεις ένα λουλούδι και κανείς να μην είναι εκεί να σου το πάρει από το χέρι.
Λίγο πριν τελειώσω τον περίπατο, αγγίζω με τα δάχτυλα εκείνη την ωραία αφίσα που διακηρύσσει τα ανθρώπινα δικαιώματα με τον πιο παραστατικό τρόπο που έχω δει ποτέ. Την αγγίζω γλυκά, με πολλή τρυφερότητα γιατί μου αρέσουν οι δίκαιες επιφάνειες, ειδικά στη μέση ενός άδικου δρόμου. Στην άκρη άκρη βέβαια, μην την χαλάσω. Ξέρω πως στην πόλη κυκλοφορούν πολλοί ζηλόφθονοι και δειλοί, και πως με την πρώτη ευκαιρία όλο και κάποιος θα απλώσει πάνω της το χέρι του και θα την σκίσει.
—
*(μα εγώ δεν ήξερα βανίλια τι θα πει)