Ίσως αυτό εννοούσε η Τασία όταν μου είπε
με το γνωστό πικρό της χαμόγελο
πως μέσα στην κατάνυξη των ημερών
μπορεί επιτέλους να βυθισθεί στην κατάθλιψη της
χωρίς ενοχές.
Ίσως όμως το νόημα να είναι άλλο.
Η Μαρία, ας πούμε, φίλη μου αδελφική, πεθαμένη πια,
κάτι ανάλογο μου έλεγε
γελώντας στο σπίτι της ένα βράδυ:
Θα πάω σε ένα θερινό σινεμά, το έχω σταμπάρει, δίπλα
σε έναν δρόμο ταχείας κυκλοφορίας, παίζει ένα
καουμπόυκο, την ώρα που στην οθόνη θα πέφτει
πιστολίδι, θα βγάλω κι εγώ ένα περίστροφο από την
τσάντα μου και θα πυροβολήσω στον κρόταφο μου,
κανείς δεν θα ακούσει, κανείς δεν θα καταλάβει, θα
με βρουν όταν θα έχουν φύγει όλοι αλλά δεν θα με
ενδιαφέρει πια η δημοσιότητα.
Εξάλλου, γνωρίζουμε όλοι από τα βικτωριανά
μυθιστορήματα πόσο ανάρμοστο είναι να φανερώνουμε
τα συναισθήματα μας.