Βρίσκεστε εδώ:Αρχική>>Ιστορίες>>Η δισκογραφία των σκύλων

the roots web banners 06

Η δισκογραφία των σκύλων
01.05.2013 | 14:48

Η δισκογραφία των σκύλων

Συντάκτρια:  Κυριακή Κατσάκη
Κατηγορία: Ιστορίες

Από το thethreewishes.wordpress.com

Εδώ και δυο βδομάδες δεν έχω βγει από το σπίτι. Είμαι κλεισμένος μέσα και περιμένω. Δεν ξέρω τι ακριβώς – το μόνο που ξέρω είναι πως ζω σε κατάσταση αναμονής και αυτό είναι καλό, για κάποιο λόγο.

Καπνίζω και πίνω νερό από τη βρύση ή νεσκαφέ. Θυμάμαι τη φίλη μου τη Σούλα από τη Φλώρινα, που στον καφέ της έβαζε σιρόπι Αμαρέτο. Ράντιζε μ’ αυτό το μαυροζούμι της χωρίς να την ταλαιπωρεί κανένας ηθικός ενδοιασμός. Απερίγραπτη.

Ποτίζω τους κάκτους – ίσως λίγο περισσότερο απ’ όσο χρειάζονται – και ακούω μουσική. Ράδιο, παλιές κασέτες, σιντί, ό, τι να’ ναι. Μερικές φορές αποκοιμιέμαι στον καναπέ και το ράδιο συνεχίζει να παίζει. Μ’ αρέσει αυτή η αίσθηση. Με κάνει να νιώθω πως υπάρχει μια συνέχεια στα πράγματα, κάτι καθησυχαστικό. Το ραδιόφωνο μου μοιάζει επειδή δεν σταματά ποτέ να κινείται, ή έστω να δίνει την εντύπωση της κίνησης, χωρίς να χρειάζεται να κάνει ούτε εκατοστό.

Τα πρωινά κάνω βόλτες από το ένα δωμάτιο στο άλλο και προσπαθώ να μαντέψω πόση ώρα πέρασε από την αρχή του γύρου. Έχω καταλήξει στο συμπέρασμα πως ένας πλήρης κύκλος του διαμερίσματος, μαζί με τις παρακάμψεις των επίπλων, παίρνει περίπου δύο λεπτά και έξι δεύτερα. Με μια σύντομη ενδιάμεση στάση για κατούρημα αυτό.

Όταν πεινάω μαγειρεύω μακαρόνια με σάλτσα ή φακές. Στα ντουλάπια μου έχω άπειρα αποθέματα από ντοματοπολτό, σπαγγέτι και όσπρια. Αυτά τα τρία υλικά. Και καφέ, αλλά αυτό δεν τρώγεται κι έτσι δεν μετράει.

Όλες αυτές τις μέρες του εγκλεισμού δεν έχω κάνει μπάνιο ούτε έχω αλλάξει ρούχα. Κοιμάμαι και ξυπνάω με τη φόρμα και τις κάλτσες Πούμα από τη λαϊκή. Τα μούσια μου έχουν μακρύνει. Τα μαλλιά μου όχι πολύ. Κοιτάζομαι στον καθρέφτη και διακρίνω την αλλαγή. Δείχνω πιο ενδιαφέρων, κάπως κουρασμένος και σίγουρα λες και έχω κάτι να πω. Καμία σχέση.

Ο καιρός περνάει και τα πάντα μου είναι αδιάφορα. Τα πάντα εκτός από το νερό, τον καφέ, τα μακαρόνια και τις φακές. Α, και το ραδιόφωνο. Δεν έχω την παραμικρή όρεξη να βγω έξω. Έτσι κι αλλιώς οι αθηναϊκές πλατείες που πήγαινα τον τελευταίο καιρό δεν διέφεραν και πολύ απ’ το δωμάτιό μου. Παντού μαυρίλα. Κακοντυμένοι, θλιβεροί και βρώμικοι άνθρωποι που έδειχναν λες και είχαν κάτι να πουν. Κάτι που, εν πάση περιπτώσει, εγώ δεν είχα την παραμικρή όρεξη να ακούω. Τουλάχιστον όχι για χιλιοστή φορά, όχι πάλι. Αυτό που νιώθω, σε άλλη γλώσσα, θα μπορούσε να ονομαστεί και μισανθρωπία.

Καμιά φορά, όταν βαριέμαι τους ραδιοφωνικούς σταθμούς, σπάνια όμως, ανοίγω το λάπτοπ και μπαίνω στο διαδίκτυο. Αποφεύγω τις ειδήσεις, παρότι υπάρχουν παντού. Βλέπω καμιά τσόντα, τον παίζω στα γρήγορα και μετά μουντζώνομαι και βλαστημάω ό, τι βρω πρόχειρο. Η μαλακία με αγχώνει, απορώ γιατί συνεχίζω να πέφτω στην ίδια παγίδα και δεν κάνω κάποιον όρκο αποχής.

Στο τηλέφωνο δεν απαντώ και την πόρτα δεν την ανοίγω σε κανέναν. Κάνα δυο φορές, στην αρχή, πέρασαν κάποιοι φίλοι και προσπάθησαν να με δουν. Τους εξήγησα από μέσα πως είμαι καλά, πως θέλω να μείνω μόνος μου και πως θα τους τηλεφωνήσω εγώ. Με άφησαν ήσυχο και μέχρι τώρα θα πρέπει να το έχουν χωνέψει.

Τις προάλλες είχε συνέλευση πολυκατοικίας και πέρασε η διαχειρίστρια, η δεσποινίς Κουλίτσα, να μου αφήσει ένα χαρτί. Αυτή τη γυναίκα τη σιχαίνομαι. Νομίζω πως το έχει καταλάβει και με σιχαίνεται κι αυτή. Η αμοιβαία αποστροφή είναι μια βασική ενστικτώδης λειτουργία. Όταν κατάλαβε πως δεν επρόκειτο να της ανοίξω το γλίστρησε από τη χαραμάδα και περίμενε στο κατώφλι να δει αν θα πάω να το τραβήξω. Έσκυψα κοντά και το διάβασα έτσι όπως ήταν χωρίς να το μετακινήσω. Έτσι κι αλλιώς στη συνέλευση δεν επρόκειτο να πάω και τα κοινόχρηστα ή η θέρμανση δε με νοιάζουν και πολύ.

Χτες το πρωί έστησα αυτί και άκουγα την Ουκρανή από δίπλα που πηδιόταν με τον Αλβανό ταξιτζή. Αυτή είναι χειραφετημένη γυναίκα, δεν έχει πρόβλημα να ακουστεί την ώρα του σεξ. Το σκυλί τους γάβγιζε σα δαιμονισμένο, αλλά αυτοί χαμπάρι. Βογκούσαν εναλλάξ, έλεγαν διάφορα, όμως δεν κατάλαβα Χριστό. Ούτως ή άλλως Ουκρανικά ή Αλβανικά δεν ξέρω. Μου άρεσε πάντως που τους άκουγα να κάνουν έρωτα. Είναι από τα τελευταία πράγματα που θα ήθελα να ηχούν όταν θα πλησιάζει το τέλος του κόσμου.

Συχνά κρύβομαι πίσω από την κουρτίνα και κοιτάζω τους γείτονες στον ακάλυπτο. Βέβαια όταν βραδιάζει έχω καλύτερη θέα στα μπαλκόνια τους, προτιμώ όμως να τους κατασκοπεύω μέρα. Η Σοφία Αλευροπούλου, στο δεύτερο, το πρωί απλώνει και το βράδυ σιδερώνει κι ακούει στο τέρμα λαϊκά. Ωραία γκόμενα, ξηγημένη. Και με τεράστιο, τεράστιο πισινό. Μετακαλλιτεχνικής μεγαλοσύνης και εξαιρετικά ευωδιαστό, απ’ ό, τι έχω αυθαίρετα υπολογίσει.

Ο συνταξιούχος περιπτεράς του πρώτου κυκλοφορεί όλη μέρα με το σώβρακο. Ξύνει την κοιλιά του με ένα στυλό και καπνίζει. Το βράδυ κάθεται στο τραπέζι, τρώει και λύνει σταυρόλεξα. Εκεί συνήθως τον παίρνει και ο ύπνος. Τα χαράματα που γυρνάει ο γιος του τον σηκώνει και τον πάει μέσα. Το τριάρι στο δεύτερο είναι εδώ και λίγους μήνες κλειστό. Είχα ακούσει πως ο Αφρικανός με τη Φωτούλα μετανάστευσαν για πάντα στο εξωτερικό και πως το διαμέρισμα θα το φάει η μούχλα. Μετά ξεχνιέμαι με τις γάτες που σκαρφαλώνουν στη μάντρα, παίζουν ή γεννάνε γατιά και χέζουν όπου βρουν.

Ένα μεσημέρι μου συνέβη κάτι παράξενο: θυμήθηκα κάτι και μετά έτρεξα στο μπάνιο κι έκανα εμετό. Ήταν η πρώτη φορά που με πήγε η μάνα μου στον οδοντογιατρό. Πρέπει να έχουν περάσει τουλάχιστον τριάντα πέντε χρόνια από τότε. Αυτός με είχε βάλει κάτω και μου σφράγιζε το δόντι χωρίς αναισθησία. Πεταγόμουν κάθε τόσο από τον πόνο. Νόμιζα πως θα πεθάνω εκεί, στην καρέκλα, με φριχτούς πόνους και στα μουγκά. Μούγκριζα, σταματούσε για λίγο το τρόχισμα κι έπειτα ξανάρχιζε. Στα διαλείμματα του μαρτυρίου τον εκλιπαρούσα να μου τροχίζει το δόντι “με δόσεις”. Ίσα για να παίρνω μια ανάσα πριν ξαναρχίσει το βασανιστήριο, δηλαδή. Ήμουν παιδί, δεν ήξερα πώς αλλιώς να μιλήσω. Όταν φύγαμε, θυμάμαι, η μάνα μου με είχε μαλώσει άσχημα. “Τι τον πέρασες το γιατρό και του ζήταγες σφράγισμα σε δόσεις;”, μου έβαλε τις φωνές. “Μπακάλη;”. Εκεί ξέρασα.

Στο μπαλκόνι μου έχει κάνει φωλιά μια νυχτερίδα. Είμαι σίγουρος πως είναι νυχτερίδα, παρότι δεν την έχω δει ποτέ. Επειδή έχω μονίμως τις τέντες κατεβασμένες και είναι πάντα σκοτεινά, προφανώς βολεύτηκε. Η φωλιά μοιάζει με χελιδονιού αλλά στο πιο μεγάλο. Είναι σαν τεράστιο, παραμορφωμένο αυγό. Ξέρω πως οι νυχτερίδες δεν έχουν φωλιές, η δικιά μου όμως έχει. Είναι άλλου είδους νυχτερίδα. Δυο τρεις φορές πήγα στο πετ σοπ και της ψώνισα χαμστεράκια. Τα αμόλησα στο μπαλκόνι και περίμενα. Την άλλη μέρα τα έβρισκα πάντα ψόφια κάτω από το μάρμαρο με τις γλάστρες, η νυχτερίδα μου όμως δεν τα έφαγε ποτέ. Μπορεί να προτιμά άλλου είδους ζώα – ίσως κανονικά ποντίκια ή αρουραίους που είναι πιο τροφαντοί. Τώρα που το σκέφτομαι πρέπει κάποια στιγμή να ποτίσω και τις γλάστρες στο μπαλκόνι, όμως έχουμε ακόμα καιρό.

Θα ήθελα να ήταν Σάββατο βράδυ και να είχα ένα πακέτο πατατάκια. Από αυτά που είναι ριγέ, με γεύση πάπρικα, και λένε πως είναι πάντα τραγανά και φρέσκα. Να τα μασούλαγα στην πολυθρόνα και μπροστά μου ένα γυμνό κορίτσι να χόρευε ένα καινούριο τραγούδι των Αρκάιβ ανάμεσα στα πόδια μου. Το τραγούδι θα είχε γραφτεί την ίδια μέρα, φυσικά, ειδικά για κείνην. Θα είχε μαύρα μακριά μαλλιά και σκουλαρίκι στον αφαλό. Καθώς θα χόρευε μπροστά μου θα έσκυβα, θα άρπαζα με τα δόντια το σκουλαρίκι και θα το τραβούσα δυνατά. Έπειτα θα καθόμασταν μαζί στην πολυθρόνα, θα τρώγαμε πατατάκια και θα κοιτάζαμε την άσπρη κοιλιά της να λερώνεται με αίμα. Κόκκινο πάνω στο λευκό. Και πατατάκια πάπρικα.

Χτες είδα ένα παράξενο όνειρο. Βρισκόμουν μέσα σε ένα σκοτεινό σπίτι, στο ισόγειο, και κοίταζα πίσω από την κουπαστή της σκάλας που ανέβαινε στον πρώτο. Στο τέλος της σκάλας, πίσω από τα ξύλινα κάγκελα, διέκρινα ένα γεωγραφικό χάρτη. Πάνω του ήταν γραμμένο με μαρκαδόρο ένα ποίημα που άρχισα να το διαβάζω έτσι, από μακριά:

«Οι συζητήσεις μας,

Δίχως μια πόρτα πίσω τους,

Δίχως μια σκάλα…»

Καθώς διάβαζα αυτούς τους στίχους σκέφτηκα πως έβλεπα όνειρο και πως το πρωί έπρεπε να θυμηθώ να τους σημειώσω. Μόλις ξύπνησα τους έγραψα σε μια χαρτοπετσέτα και σκέφτηκα πως οι άνθρωποι είναι άδικοι, μάταιοι και κουραστικοί.

Όταν δεν κατασκοπεύω τους γείτονες και δεν μαγειρεύω μακαρόνια ή φακές, μου αρέσει να σκέφτομαι ταξίδια. Αληθινά ή φανταστικά – κυρίως αυτό, δηλαδή, μιας και τα αληθινά μου ταξίδια είναι άνευ σημασίας. Έχω πάει στη Σαϊγκόν του κινέζου Εραστή, στην Όστια του Παζολίνι, σε ένα άσραμ στα Ιμαλάια, στα ναυλωμένα ποταμόπλοια του Δνείπερου, στο μπουντουάρ της Μαρίας Αντουανέτας μία νύχτα πριν την ξεπαρθενέψει ο Λουδοβίκος, στη σοφίτα της Ρόζα Λούξεμπουργκ όταν έγραφε το πρώτο της άρθρο για την Κόκκινη Σημαία, στις κόρες των ματιών της Εύα Μπράουν όταν την πήδαγε ο Χίτλερ, μέσα στο βρακί του Ντέιβιντ Μπάουι όταν συνάντησε για πρώτη φορά τον Μικ Τζάγκερ, κάτω από την Αγία Τράπεζα όταν χρίστηκε ο πρώτος πάπας στο Βατικανό και από τη χαρά του άφησε μια υπόκωφη, ζουμερή κλανιά. Πολλά τέτοια.

Όταν ήμουν μικρός μάζευα κάρτες με τοπικές ενδυμασίες από διάφορες χώρες του κόσμου. Τις βρίσκαμε μέσα στις γκοφρέτες και όσες πετυχαίναμε διπλές τις ανταλλάσσαμε με τους συμμαθητές μου στα διαλείμματα. Η αγαπημένη μου κάρτα ήταν μια ιθαγενής από τη Γκάνα. Είχε εκατό χρυσαφένια βραχιόλια περασμένα στο λαιμό, φορούσε μια κόκκινη κελεμπία και είχε κάτι δόντια άσπρα σαν ψεύτικα. Αρχικά είχα ξινίσει, η κάρτα μου είχε φανεί υπερβολικά κοριτσίστικη. Μου άλλαξε γνώμη ένας συμμαθητής – πλέον χωρίς πρόσωπο – που μου είπε:

“Μα γιατί; Είναι πολύ όμορφη. Αν δεν την θες, τη θέλω!”.

Κι έτσι την κράτησα. Σχεδόν από πείσμα. Μετά από τόσα χρόνια είναι η μόνη κάρτα της συλλογής που θυμάμαι. Πρέπει να έγινε η αγαπημένη μου, δεν εξηγείται αλλιώς. Όταν με πιάνουν οι μαύρες μου η Αφρικανή με τα χρυσά βραχιόλια και τα υπέρλευκα δόντια εμφανίζεται μπροστά μου. Στη Γκάνα δεν ταξίδεψα ποτέ. Την κάρτα τη σκέφτομαι κάθε τόσο. Καμιά φορά νιώθω πως μου λείπει κάπως, ξέρω όμως πως αποκλείεται να την ξαναβρώ.

Αυτή τη στιγμή έξω στο δρόμο γίνεται σκυλοκαβγάς. Το διαμέρισμά μου είναι διαμπερές. Τα πρωινά κατασκοπεύω τους γείτονες του ακάλυπτου από την κουζίνα και τα απογεύματα χαζεύω το δρόμο από το σαλόνι. Τα καλώδια του τρόλεϊ απέχουν λίγα μόλις μέτρα από το μπαλκόνι μου. Κι εδώ έχω πάντοτε τις τέντες κατεβασμένες. Απέναντι, στο τριώροφο, ζει μια οικογένεια – πεθερικά, γιος με δύο μωρά, αρραβωνιασμένη κόρη, μία οικογένεια ανά όροφο – και στη διπλανή πολυκατοικία διάφοροι άλλοι που γνωρίζω μόνο εξ όψεως. Βγαίνω διακριτικά και κοιτάζω κάτω. Δεν θέλω να με δουν ούτε να δω κανέναν.

Ένα καφετί, μεγαλόσωμο σκυλί παλεύει με ένα μαύρο με μυτερή μύτη και κολάρο. Ποτέ δεν κατάφερα να ξεχωρίσω τις ράτσες των σκυλιών. Ένα τρίτο, κόπρος και μάλλον γέρικο, τα γυροφέρνει γαυγίζοντας. Τα άλλα δύο σκοτώνονται στο ξύλο και το αγνοούν. Πέφτουν δαγκωνιές, ουρλιαχτά και πάλη σώμα με σώμα. Κρεμιέμαι στο κάγκελο και παρακολουθώ. Ανέκαθεν με εντυπωσίαζαν τα θυμωμένα σκυλιά. Οι τσακωμοί τους έχουν κάτι σαφώς ανώτερο και πολύ πιο επιβλητικό από τους ανθρώπινους καυγάδες.

Το καφετί δαγκώνει το μαύρο με το κολάρο και στην άκρη του λαιμού του κυλάει μια γραμμή αίμα. Το βλέπω να γυαλίζει καθώς τινάζεται το κορμί του σκύλου. Γύρω τους σηκώνεται σκόνη από την άσφαλτο. Πέφτουν και σηκώνονται με τρομακτική ταχύτητα. Η εικόνα γίνεται όλο και πιο σοκαριστική. Δείχνουν πολύ αγριεμένα. Οι φωνές τους έχουν σηκώσει τη γειτονιά στο πόδι. Αυτοκίνητο ούτε για δείγμα στον κατήφορο. Το γέρικο σκυλί συνεχίζει να γαυγίζει δίπλα τους τρελαμένο, σαν να τους εμψυχώνει. Σκέφτομαι πως πρέπει να υπάρχουν σίγουρα και σκύλοι οπαδοί. Μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα η έκβαση της πάλης ανατρέπεται. Ο μαύρος σκύλος βάζει κάτω τον καφετί και μαζί με το γέρο οπαδό τον λιανίζουν στα χτυπήματα.

Ξαφνικά ο πεθερός του τριώροφου βγαίνει στο μπαλκόνι με μια κατσαρόλα νερό και καταβρέχει τα σκυλιά στο δρόμο. Εκείνα ξαφνιάζονται. Αυτός τους φωνάζει δυνατά και τα φτύνει. Τον μισώ. Σε λίγο εμφανίζεται η γυναίκα του με μια φρέσκια κατσαρόλα. Και αυτή την μισώ. Μετά το δεύτερο μπουγέλωμα τα σκυλιά αρχίζουν να κατηφορίζουν τρέχοντας σε παράταξη, αδερφωμένα. Το γελοίο ζεύγος μπαίνει μέσα και ο δρόμος ερημώνει ξαφνικά.

Κάθομαι στον καναπέ του σαλονιού και κοιτάζω γύρω μου. Πιάτα με υπολείμματα φακής, άδεια ποτήρια, ένα μπολ με μακαρόνια από προχθές, το σακάκι της πυτζάμας μου στην καρέκλα, αποτσίγαρα στο τασάκι. Το σπίτι μυρίζει νοτισμένο χώμα. Σκοτεινιάζει και νιώθω λίγο κουρασμένος. Απλώνω το χέρι στο πάτωμα και πιάνω στα τυφλά το φλιτζάνι με τον πρωινό καφέ. Πίνω μια γουλιά και την ξαναφτύνω αμέσως. Είναι κρύος και στυφός. Με πιάνει αηδία. Μετά σηκώνομαι και αρχίζω να ξεδιαλέγω δίσκους. Απόψε δεν θα βάλω ραδιόφωνο. Θα κάνω μια επιλογή κομματιών εμπνευσμένη από τον σκυλοκαβγά, που θα την ονομάσω «η δισκογραφία των σκύλων».

Ακολουθήστε το limnosfm100.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
Μοιραστείτε το