Λατρεύουμε να κρυφοκοιτάμε σε σκοτεινά δωμάτια, σφιχτά κρατημένοι από το χερούλι της πόρτας μη τυχόν και γλιστρήσουμε μέσα. Σε πολλούς κλείνει πονηρά το μάτι μια βουτιά στην μελαγχολία που δεν είναι -όμως- τόσο βαθιά για να γίνει κατάθλιψη κι ανίατο spleen, μόνο στους καθ’ έξιν shiny happy people δεν έχει πέραση η καύλα της εκ του ασφαλούς ανατριχίλας, το ρίγος εκείνο που πάντα με σκεπάζει όταν διαβάζω τα «Κεριά» αλλά στέκομαι μόνο μισό μέτρο μακριά από το διακόπτη του ηλεκτρικού και μπορώ (έτσι κοροϊδεύομαι) να σβήσω -και να ξανανάψω- το φως όποτε θέλω.
Από μια διαστροφή της ιστορίας, θα μπορούσε να ήταν ένας αληθινά σπουδαίος blogger (τις παλιές καλές μέρες των μπλογκς), να ΄χει μια παρτ τάιμ στήλη στη LIFO (πρόταγκον και AV θα τον έβρισκαν πολύ μαλθακό & παραιτημένο) και βαριά τραυματισμένη κάρτα Εθνοcash Plus. Ή να δει ένα, δυο βιβλιαράκια του να εκδίδονται, στη διασταύρωση Μαντά, Χρονά και Χωμενίδη (αλοίμονο αν λαθέψεις στη στροφή). Ευτυχώς έζησε σε άλλες εποχές, λιγότερο ανεκτικές και ανοιχτές αλλά με αληθινούς ανθρώπους τριγύρω του, μακριά από δηθενιές, friends, unfriend, λάικ, εθελοντική χολή και δημοσιοσχεσίτες που γλείφουν ο,τι γυμνό βρουν για ξεροκόμματα. Θα ‘ταν κρίμα μια τέτοια μορφή να κινείται σα χαμένη -κι όχι κρυμμένη πια- ανάμεσα μεσάνυχτα και χάραμα, σε δρόμους, δώματα, παράθυρα και τοίχους μιας χώρας που αποδέχεται το κάθε διαφορετικό μόνον όταν έχει κάτι χειροπιαστό να κερδίσει από τούτο.
Όσα κέρδισαν το σώμα του, τα μάτια του κι ο νους του, μας τα επέστρεψε γενναιόδωρα σε ψυχικά αναβολικά κι ας φοβόταν την τυραννία του φωτός. Να μη βρεθεί κανείς λιγόψυχος και πει πως κάναμε λάθος στην παραγγελία ή την πληρώσαμε ακριβά . Αυτά που ζητήσαμε, αυτά που είχαμε ανάγκη, αυτά -και παραπάνω- μας έδωκε.
(29/4/2008, γερασμένο & φτιασιδωμένο πλέον)