Οι τριανταφυλλιές στο μπαλκόνι είναι γεμάτες αλλά θέλουν ψέκασμα. Νερό, πράσινο σαπούνι, ξύδι και οινόπνευμα, διάβασα κάπου. Λέω να το φτιάξω και να το ΄χω μόνιμα στην τσάντα. Ίσως γιατρεύει όλες τις τρύπες, τις κιτρινίλες, τις άρρωστες όψεις που γέμισε η ζωή μας. Τελευταία ό,τι και αν αγγίξεις από τα νέα της ημέρας, γεμίζουν τα χέρια και η ανάσα σου αίμα. 100, 50, 30, 10, 5, 3.. Σφουγγάρι οι επόμενοι 100,50,30,10,5,3. Ρουφάνε, διαγράφουν τους χθεσινούς. Ξεραμένο αίμα δεν πιάνει πάνω στις μέρες, τις επικαιρότητές μας. Πλήρως αυτάρκεις, η κάθε μια το δικό της.
Σκούντηγμα στην πλάτη από μυρωδιά Σαββατιάτικου απογευματινού καφέ.
“6:00 είναι σήκω, μόλις γύρισε μπροστά ο ήλιος”.
Δεν μοιάζει και πολύ με ήλιο ούτε και η “άνοιξη” με Άνοιξη αν ανοίξεις τα παντζούρια. Αν ανοίξεις, τηλεόραση, υπολογιστή, εφημερίδα. Σαν παντού να ανοίγεις και τα εισαγωγικά. Γίνεσαι βαρετός να το διαπιστώνεις ελπίζοντας κάποιος να αντιταχθεί, ξανά όλοι συνηγορούν λυτρωμένοι που δεν είναι εντύπωση μόνο του δικού τους μέσα.
Νοιώθω πως δεν θα αργήσει η ώρα που το ασυνείδητο κίνημα του καναπέ, θα αντικαταστήσει μια γενικευμένη, βασανιστική τάση ιδιώτευσης, περιφρούρησης της όποιας εναπομείνασας λογικής. Ένα κουκούλι φτιαγμένο μόνο από ζωηρά “καλά” -όσο ακόμη έχουν φωνή- και πρώτους πληθυντικούς για πολύ προσωπική χρήση, που σε κάθε μομφή θα επιδεικνύει την σχετική γνωμάτευση – συνταγογράφηση. “Ψυχολόγος – νευρολόγος – ψυχίατρος κος/κα τάδε”. Οι δημοσκόποι θα συνεχίσουν να το αποκαλούν ”απογοήτευση”, “απαντώ αλλά δεν γνωρίζω”.
Χτες κάπου έπεσα ξανά πάνω στις καραμέλες του Andrade, είναι καιρός τώρα που με τα βαριά διανοουμενίστικα για να ΄χουμε να λέμε και να γεμίζουν οι γραμμές αναμασητά πήραμε οριστικό διαζύγιο.
“..Μέτρησα τα χρόνια μου και συνειδητοποίησα, ότι μου υπολείπεται λιγότερος χρόνος ζωής απ’ ότι έχω ζήσει έως τώρα. Αισθάνομαι όπως αυτό το παιδάκι που κέρδισε μια σακούλα καραμέλες: τις πρώτες τις καταβρόχθισε με λαιμαργία αλλά όταν παρατήρησε ότι του απέμεναν λίγες, άρχισε να τις γεύεται με βαθιά απόλαυση. Δεν έχω πια χρόνο για ατέρμονες συγκεντρώσεις όπου συζητούνται καταστατικά, νόρμες, διαδικασίες και εσωτερικοί κανονισμοί, γνωρίζοντας ότι δε θα καταλήξει κανείς πουθενά. Δεν έχω πια χρόνο για να ανέχομαι παράλογους ανθρώπους που παρά τη χρονολογική τους ηλικία, δεν έχουν μεγαλώσει. Δε θέλω να βρίσκομαι σε συγκεντρώσεις όπου παρελαύνουν παραφουσκωμένοι εγωισμοί. Οι άνθρωποι, μετά βίας, συζητούν για το περιεχόμενο και περισσότερο για την επικεφαλίδα. Ο χρόνος μου είναι λίγος για να συζητώ για τους τίτλους ή τις επικεφαλίδες. Θέλω την ουσία, η ψυχή μου βιάζεται. Το ουσιώδες είναι αυτό που αξίζει τον κόπο στη ζωή. Θέλω να περιτριγυρίζομαι από πρόσωπα που ξέρουν να αγγίζουν την καρδιά των ανθρώπων. Σκοπεύω να μην πάει χαμένη καμιά από τις καραμέλες που μου απόμειναν. Είμαι σίγουρος ότι ορισμένες θα είναι πιο νόστιμες απ’ όσες έχω ήδη φάει. Σκοπός μου είναι να φτάσω ως το τέλος ικανοποιημένος και σε ειρήνη με τη συνείδησή μου και τους αγαπημένους μου..”
Το άλλο Σάββατο σειρά μου. Θα τους φτιάξω Βραζιλιάνικο.