—–
Θυμάμαι ότι τα πόδια της μύριζαν γάλα την πρώτη φορά. Το στήθος της μύριζε Μάιο καταμεσής Νοέμβριου, είχε γεύση φράουλας κι ας μην είχε -εκείνα τα χρόνια- φράουλες χειμωνιάτικα. Φορούσε μια γκρι φανελλένια φούστα λίγο πάνω απ΄το γόνατο κι ένα άσπρο πουλόβερ, αν θυμάμαι καλά «ανκορά» τα ‘λεγαν, κατάσαρκα. Μου άρεσε να τη βλέπω μόνο με το άσπρο πουλόβερ. Μου λείπει πολύ εκείνο το πουλόβερ.
—–
Μπαίνω στο μπάνιο, μόλις γυρίσαμε από τη θάλασσα. Πιτσιλάω παντού. Δε με νοιάζει για τα πατώματα, στις διακοπές στα νοικιασμένα κάνεις ο,τι θες. Χτυπάει, «να μπω; κατουριέμαι», «έλα, θα κλείσω την κουρτίνα», μπαίνει, μετά από ένα τεράστιο λεπτό την ακούω να ψιθυρίζει «οι άλλοι φύγαν στο χωριό να πάρουν τσιγάρα», η ξανθιά τώρα είναι έξω, ο Νόρμαν κάτω απ΄ το νερό. Κάτι σαν reverse Ψυχώ. Το ‘χουν στη μοίρα τους οι κουρτίνες του μπάνιου να μη μένουν κλειστές.
—–
Ικετεύω για οπιούχα, μορφίνες, οτιδήποτε μπορεί να σταματήσει για μισή ώρα τον Πόνο. Κάθε πέντε, έξη ώρες φωνάζω, παρακαλώ, βρίζω, εκλιπαρώ, πηγαίνω κι έρχομαι. Κυρίως πηγαίνω. Η επιστροφή δεν είναι σίγουρη. Την τέταρτη μέρα μπορώ ν’ αντέξω χωρίς να ματώνουν τα δάχτυλά μου σφίγγοντας παλιοκρέβατα, παλιοσέντονα και το χέρι της, όταν ήταν εκεί. Την εικοστή ένατη μέρα βγαίνω. Τις τελευταίες δέκα -άυπνες- νύχτες άκουγα everybody’s changin’ and I don’t feel right. Ξανά και ξανά και ξανά και ξανά.
—–
Μπαίνω στην Alfa. Ξύλο και δέρμα. Είναι ξανά 1972, κάπου εκεί, μπορεί και ’73. Η θέση δίπλα είναι βρεμμένη, κανείς μας δεν σκέφτηκε να ξανατραβήξει την κουρτίνα, στα εικοσιπέντε δεν ασχολείσαι με κουρτίνες. Στο πίσω στενούρι -θεός να το κάνει 2+2- είναι πεταμένο ένα άσπρο ανκορά πουλόβερ που μυρίζει άσπρη σοκολάτα με φράουλα. Σηκώνω το τι-σερτ, ψηλαφώ τα σημάδια, ένα, δυο, τέσσερα, εκεί είναι όλα. Γυρίζω το κλειδί, ψάχνω κασέτα. Βρίσκω μια BASF, πορτοκαλί και μαύρη. Led Zeppelin-ΙV. Πατάω fast forward για το 2, πατάω γκάζι, ανοίγω -μια υποψία- το παράθυρο, ο,τι γκρι απέμεινε πάνω στο κεφάλι μου κάνει πως κουνιέται πέρα-δώθε.
Μια χαρά..όλα καλά…
—-