Καθόμαστε. Ανοίγω, λέει, το χαρτοφύλακά μου και ακουμπάω τα χαρτιά μου πάνω στο τραπέζι. Ζητάω να μου φέρουν ένα ποτήρι νερό, ισιώνω το μικρόφωνο, λέω 1-2-3 και ξεκινάω: Είμαι παντρεμένη, Χασάν. Με τον Βαγγέλη. Από την ημέρα που απολύθηκα, βγαίνω και περπατάω στην Αθήνα με τις ώρες. Αγοράζω τις μικρές αγγελίες και τις διαβάζω στα παγκάκια. Στριμώχνομαι ανάμεσα στον κόσμο που ανεβαίνει στα λεωφορεία και μόλις με ακουμπάνε, τα χέρια τους μακραίνουν σαν λάστιχα, σκαρφαλώνουν πάνω μου, μου μαζεύουν τα μαλλιά, μου χαϊδεύουν το λαιμό. Κρατιέμαι από τις χειρολαβές και τυχαίνει μερικές φορές ένα σώμα να με πιέζει ακολουθώντας ρυθμικά τις στροφές και τις λακκούβες. Εκείνη τη στιγμή ξεχνάω τις αγγελίες, ξεχνάω τον Βαγγέλη. Και τότε ακούγεται μια φωνή μέσα μου, που λέει δεν είναι όμορφα πράγματα αυτά, δεν είναι. Και τότε ένα δάχτυλο πετάγεται μέσα από το όρθιο πλήθος και κάθεται πάνω στα χείλια μου λέγοντας σσσσς, αυτά είναι τα όμορφα πράγματα, αυτά είναι.
Φιλοξενία ιστοσελίδας Operon