Ξανάκλεισα σφιχτά τα μάτια, τίναξα λίγο το κεφάλι
μου όπως όταν κάποιο απροσδιόριστο αλλά οπωσδήποτε
σιχαμερό και ενδεχομένως επικίνδυνο έντομο
νομίζουε ότι έχει προσγειωθεί στα μαλλιά μας,
η λάμψη του φωτός διαπερνούσε τα βλέφαρά μου και
δημιουργούσε περίτεχνα πολύχρωμα μορφοκλάσματα, αλλά
δεν ανησύχησα, σχεδόν πάντα χόρευαν πίσω από τα
βλέφαρά μου τέτοια μορφοκλάσματα όποτε ο ήλιος
έκαιγε και έκλεινα τα μάτια στην παραλία το καλοκαίρι,
ήξερα ότι σιγά σιγά θα συνήθιζαν τα μάτια μου τις
νέες συνθήκες, θα προσαρμόζονταν, και τότε θα μπορούσα
να τα ανοίξω και να μου αποκαλύψουν την
πραγματική εικόνα του δωματίου, με τα λίγα του έπιπλα,
τα παρατημένα βιβλία στο κομοδίνο και τα
χθεσινά μου ρούσα πεταμένα στην πολυθρόνα, χωρίς
καμμιάν άλλη ανθρώπινη παρουσία.
Δεν άντεξα πολύ, άρχισαν σχεδόν αμέσως να με εκνευρίζουν
τα χρώματα, ανυπομονούσα κιόλας αναμφίβολα
να επιβεβαιώσω την απουσία της ανθρώπινης μάζας
από την άκρη του κρεββατιού, άνοιξα λοιπόν τα μάτια
διάπλατα, δάκρυσαν αμέσως, επέμεινα εντούτοις, προσπαθούσα
να κοιτάζω την πλησιέστερη γωνία, δάκρυσα κι άλλο,
μου ήρθε μια ελαφρότατη δύσπνοια από τη
συγκέντρωση ή ίσως από τον πανικό ενώπιον των
αποσιωπημένων ενδεχομένων, τελικά τα κατάφερα, κράτησα
τα μάτια μου ανοιχτά ώσπου προσαρμόσθηκαν στο
φως και τότε κοίταξα την άκρη του κρεβατιού.
Φυσικά, αυτό που νόμιζα πως μου είχε φανεί ότι είχα
δει δεν ήταν εκεί. Σκυφτό, κάπως παραμορφωμένο, αλλά
σίγουρα ανθρώπινο πλάσμα. Σηκώθηκα, καταπολέμησα
τον φόβο μουμ πήγα να σταθώ μπροστά του, να δω
αν ήταν άντρας ή γυναίκα, να δω το πρόσωπό του, να
δω αν έκλαιγε, να δω αν ήταν ζωντανό.
Τότε μόνο είδα τους άλλους δύο: ο ένας ήταν ξαπλωμένος
στο πάτωμα μπροστά στο σκυφτό πλάσμα,
ακίνητος, με τα μάτια ανοιχτά, ανέπνεε εντούτιοις,
έβλεπα να ανεβοκατεβαίνει ο θώρακας το στο ρυθμό
της αναπνοής, χέρια δεν είχε, ούτε πόδια, απόρησα πως
είχε φθάσει ως εκεί' ο άλλος ήταν καθισμένος πάνω
στα ρούσα μου στην πολυθρόνα, πολύ λεπτός αυτός και
πανύψηλος, τα χέρια του κρέμονταν από τα μπράτσα
της πολυθρόνας ως το πάτωμα, κι όταν μου χαμογέλασε
κατάλαβα ότι δεν είχε μάτια, κι ήμουν ολόγυμνος συνειδητοποίησα,
και ντράπηκα, και έβαλα το χέρι μου να κρύψω ό,τι
μπορούσα και έτρεξα να βγω από την κάμαρα των φαντασμάτων.
Θα έπρεπε, βέβαια, να το περιμένω πως δεν θα ήταν
τόσο εύκολο να δραπετεύσω. Έξω ακριβώς από την
πόρτα του δωματίου καραδοκούσε ο τέταρτος της
συντροφιάς, μικροσκπικός, τριχωτός, με τεράστιο
κεφάλι, φαλακρό, με μια υποκίτρινη βλέννα να ρέει
από όλους τους πόρους του προσώπου του, με κλώτσησε
με δύναμη στα πόδια, με έριξε στο πάτωμα, με
πέταξε δίπλα στον ανθρώπινο κορμό που ανέπνεεε
σιωπηλά, ο αόμματος χαμογέλασε, σηκώθηκε από
την πολυθρόνα, άρχισε να με χαϊδεύει σε όλο μου το σώμα,
ο κορμός σύρθηκε σαν φίδι και με ακούμπησε και η
ανάσα του γίνονταν όλο και πιο γρήγορη και η σκυφτή
γρηά που κάθοταν στην άκρη του κρεββατιού κούνησε
το κεφάλι και κάγχασε. «Αυτοί είναι οι έρωτες
της εφηβείας» είπε « με αυτούς θα ζήσεις από εδώ και
πέρα, θυμήσου τους, σε λίγο δεν θα μπορείς να
θυμηθείς τίποτε άλλο, μόνο αυτούς τους τρεις, ήσαν
ωραίοι τότε, ήσασταν έφηβοι, θυμήσου τους, αλλά
παρακμάζει ο άνθρωπος, εκφυλίζεται, το σώμα, το πρόσωπο,
ο νους, άλλο δρόμο ακολουθεί στον καθένα η φθορά,
κι ο δικός σου είναι δύσκολος, αλλά τουλάχιστον
έχεις εμένα, θα έχεις εμένα να σε προσέχω και πάλι,
να σε φροντίζω από εδώ και μπρος, όπως παληά, όσο χρειαστεί.»