Βρίσκεστε εδώ:Αρχική>>Ιστορίες>>Ανθρώπινα

the roots web banners 06

Ανθρώπινα
11.03.2013 | 12:05

Ανθρώπινα

Συντάκτρια:  Κυριακή Κατσάκη
Κατηγορία: Ιστορίες

Γράφει ο gasireu

1.

Στον ύπνο της είδε έναν, σχεδόν εφιάλτη, ότι κόπηκαν δηλαδή οι αγαπημένες τις σαγιονάρες. Ήταν πολύ νωρίς για να συμβεί κάτι τέτοιο. Ακόμα δεν είχε βγει ο χειμώνας και τις είχε αγοράσει πέρσι τον Αύγουστο στις εκπτώσεις. Το συγκεκριμένο όνειρο, αποτέλεσε, ένα ακόμα δυσάρεστο προμήνυμα, σε μια σειρά σημαδιών που παρατηρούσε εδώ και καιρό. Η αρχή είχε γίνει σε εκείνο το ραντεβού με ένα νεαρό που φαινόταν φυσιολογικός. Ήπιε λίγο παραπάνω και άρχισε να απαριθμεί τις παραξενιές του.

Έχω κονομήσει συν τω χρόνω, δυο τρία τικ. Ακόμα κάνω αντιδιαμετρικές κινήσεις, σε κάποιες άλλες κι έτσι τις ακυρώνω νοερά. Ύστερα δεν πατάω ποτέ τους αρμούς ανάμεσα στις πλάκες πεζοδρομίων. Τα χρώματα στο δρόμο νοιώθω ότι έχουν διαφορετική υφή. Βέβαια αυτό δεν είναι τίποτα, κάποτε είχα μια γκόμενα, που δεν πέρναγε κάτω από σκαλωσιές και πάνω από μεταλλικά φρεάτια και σχάρες.
Εκείνη σκέφτηκε, πάει ο καημένος, τα έχει χάσει.
Άρχισε να πατά με διπλά ταπ, ταπ, πάνω σε όλα τα φρεάτια του πεζοδρομίου, χορογραφώντας ένα διαβολεμένο θορυβώδη χορό, χωρίς κλακέτες. Ο συνοδός της άνοιξε έκπληκτος, διάπλατα, το στόμα του. Θα μπορούσε να του χώσει άνετα ένα χαστούκι. Θυμήθηκε εκείνη τη δασκάλα στη σχολή μοντέρνου χορού, που μάδαγε το κουβάρι με τις πολύχρωμες κλωστές. Η ίδια δεν έπαιρνε χάπια, δε μάδαγε κουβάρια, μπορούσε να μπει ακόμα και σε τούνελ κάτω απ’ την πόλη. Μα πότε να έμπαινε, μα πως ήταν δυνατόν να προέκυπτε ποτέ τέτοια ανάγκη; Ίσως να ήταν πολύ δυστυχισμένη.
 


2.

Παρατηρούσε, ότι οι άνθρωποι σε εργασιακό περιβάλλον, μοιάζουν με ζώα σε κλουβί. Τους διακρίνει μια υφέρπουσα αγωνία και άγχος, εκνευρισμός και λίγα λόγια. Τα ζώα δεν μιλούν φυσικά. Αλλά κι οι άνθρωποι στη δουλειά, λένε τα βασικά, βασικές απόψεις, βασικές σκέψεις, σα να είναι καθυστερημένοι, γκρίνια μέσα στα επιτρεπόμενα όρια. Έτσι ένα διαρκές γρύλισμα σαν μακρινός θόρυβος, ένας βόμβος επιβαρύνει κάποιες μέρες της εβδομάδας.
Είχε ένα συνήθειο, όταν το κλίμα στο γραφείο γινόταν βαρύ, το έσκαγε με μια πρόφαση εξωτερικής εργασίας, για καμία ώρα. Έμπαινε στο μετρό και πήγαινε μια βόλτα για καφέ. Στο τραίνο υπήρχαν στιγμές, που το μόνο που έβλεπες ήταν γυναίκες και φοιτητές. Δεν είχε ποτέ προσέξει ότι η πόλη έχει τόσους φοιτητές, τόσο κόσμο να πηγαινοέρχεται τα μεσημέρια. Πολλοί άραζαν στον ήλιο για καφέ κι ακόμα και τώρα, αυτές τις εποχές, μίλαγαν για τα πιο ανούσια πράγματα. Ντυνόντουσαν με τον πιο βαρετό τρόπο. Στο δρόμο δεν είχε γρήγορους περιπατητές, ούτε δρώμενα, ούτε ανθρώπους περιφερόμενα καρναβάλια, όπως σε άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
Παλιότερα τα μεσημέρια σκεφτόταν μόνο το σεξ. Αν του τύχαινε κάτι, θα τα παράταγε όλα για το κοντινότερο ξενοδοχείο. Στο μυαλό του έστηνε ερωτικές ιστορίες. Αυτά τα πράγματα όμως, σπάνια συμβαίνουν στο φως της ημέρας. Κατέληξε, ότι οι βόλτες του ήταν χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Σκεφτόταν επομένως ότι αυτό το κενό, στο οποίο άδειαζε το μυαλό του και ήταν σωτήριο για την ψυχική του υγεία, για τους άλλους ήταν μέρος του φυσικού τους χρόνου. Πολύ λυπηρό σα διαπίστωση.
 


3.

Κάποιοι άνθρωποι μετά το σεξ μελαγχολούν. Όταν τη γαμούσαν, μια βαθιά, ολότελα υπαρξιακή θλίψη, την συντάραζε. Σηκωνόταν απ’ το κρεβάτι, έκανε ένα χλιαρό ντουζ, έβαζε τα ρούχα της και ανοίγοντας την πόρτα έβγαινε στο δρόμο. Συχνά το εσώρουχό της ήταν ακόμα υγρό. Την ενοχλούσε η διαρκής θύμηση του τι είχε προηγηθεί. Ήθελε να ξεχάσει. Να σκεφτεί.
Θαύμαζε τους ανθρώπους που έσερναν μεγάλα δράματα. Για αυτούς που έσερναν θαύματα, δεν μπορούσε ακόμα να πειστεί. Υπάρχει μια τάση να μεγαλοποιούμε την ευτυχία. Ο πόνος από την άλλη, είναι πηγαίος, φυσικός, δοσμένος αρχέγονα, απλόχερα και γονιδιακά, στεριωμένος από τις θρησκευτικές καταβολές, πιστεύεις δεν πιστεύεις. Ένα τσακισμένο πρόσωπο μιλάει, κατευθείαν στην καρδιά σου.
Θυμόταν κάποιο βράδυ σε ένα καφενείο στο Κερατσίνι. Μπήκε μια κλασική λαϊκή πενηντάρα. Έκατσε μόνη της. Ήπιε μια Βεργίνα. Κάπνισε δέκα τσιγάρα. Κοιτούσε προς την πόρτα. Αμίλητη έκανε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Μόλις τελείωσε τη μπύρα της, πλήρωσε, σηκώθηκε και άνοιξε την πόρτα. Την είχε καταπιεί κι εκείνη η νύχτα. Ποιος ξέρει τι να κουβάλαγε στις πλάτες της.
Τώρα που περπατούσε, την πήρε από πίσω, ένας αξύριστος κλοσάρ. Δεν τον φοβόταν, μόνο που μύριζε ανοιχτωσιά. Οι ανθρώπινες μυρωδιές είναι μια χαμένη ανοχή. 
Κοίτα, κοίτα, μου μιλάνε. Τους βλέπεις ολόγυρα, τους βλέπεις; Οι άγιοι, δεν έχουν τόπο. Πίσω από την εκκλησία τους βρήκα μαζεμένους. Έρχεται η Δευτέρα Παρουσία, όπου οι τελευταίοι έσονται πρώτοι. Έχεις κανένα ψιλό, τσιγάρα;
Έτσι και πριν πεθάνει ο παππούς, μια θεια που χρόνια τώρα είχε σαλέψει, είχε δει στον τοίχο, στρατιές τους Αρχαγγέλους. Λένε τη χτύπαγαν πολύ τ’ αδέρφια της, γιατί την αγαπούσε κάποιος που δεν ενέκριναν. Δικαιολογίες για το ξύλο και τις χαμαλοδουλειές. Κανείς δεν πίστευε από τους μαζεμένους στην αγρύπνια κι όμως όλοι σκιάχτηκαν από το φανταστικό συνάφι, που κατηφόρισε να μαζέψει ψυχές. Άρχισαν να συζητούν αν υπάρχει μεταθανάτια ζωή, αν τα οράματα δικαιολογούνται σε ανθρώπους που ξεψυχάνε.
Υπάρχει μια αρκτική χνουδένια κάμπια, που παγώνει κάθε χειμώνα κι αναγεννιέται την άνοιξη για να τραφεί. Αυτό συμβαίνει για δεκατέσσερα συνεχόμενα χρόνια. Μέχρι να έρθει η τελευταία άνοιξη, που θα μεταμορφωθεί σε πεταλούδα, θα ζευγαρώσει, θα γεννήσει και θα πεθάνει. Υπομονή της αρκτικής κάμπιας για τη διαιώνιση του είδους. Χωρίς μελαγχολία. Στο φυσικό δαρβινικό παιχνίδι, ταγμένη μέχρι τέλους. Μόνο που η θεια πέθανε παρθένα, όπως βεβαίωσε ο γυναικολόγος που την είδε, όταν πια ήταν βαριά άρρωστη.
 
Ακολουθήστε το limnosfm100.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
Μοιραστείτε το