Μαύρη συννεφιά, νωρίς το πρωί, μετά από ξενύχτι,
αργά αργά προχωρούσα στο γνωστό δρόμο,
δεν ανυπομονούσα να φτάσω στο γραφείο,
ν' ανασάνω ξανά την πνιγηρή του ατμόσφαιρα
κι ως συνήθως δεν κοίταζα ούτε μπροστά ούτε γύρω
στην απαράλλαχτη αέναη διαδρομή.
Δεν ξέρω κι εγώ πως έτυχε και τον είδα,
πως έλαμψε μέσα στην δεδομένη ασχήμια και τον κοίταξα.
Έτρεχε να με αγκαλιάσει, μου χαμογελούσε μου φάνηκε,
άγνωστος μου, αλλά τόσο περιπόθητος, τόσο λαμπερός,
έβγαλε το σακάκι του και εξακολουθούσε να τρέχει.
Στα πέντε μέτρα άρχισε να ξεκουμπώνει το πουκάμισο του
και ν' αστράφτει το στέρνο του. Κεραυνοβολημένος,
για λίγα δευτερόλεπτα έχασα την ανάσα μου, έχασα
την ελάχιστη επαφή μου με το περιβάλλον, τον έχασα,
κοίταξα γύρω μου, αναρωτήθηκα τι φάντασμα είχα δει.
Δεν έψαξα πολύ, πάντως, άλλωστε δεν ήταν πρώτη φορά,
ούτε είχε σημασία αν τον είχα πράγματι δει να τρέχει
ν' αγκαλιάσει κάποιον άγνωστο πίσω μου ή αν
πρωί πρωί με γελούσανε τ' άγρυπνα μάτια μου.
Επίσης, δεν είχα καιρό για διαψεύσεις, είχα πια
καθυστερήσει και ο προσωπάρχης είναι αμείλικτος.