Σε λίγο με παίρνει τηλέφωνο κάποιος φίλος, πάμε στο πάρτι των αγιοβασίληδων, δεν θα ‘σαι με τα καλά σου, θα έχει πλάκα θα δεις, τελικά ενδίδω με μοναδικό σκοπό την αισθητική απόλαυση που θα μου προσφέρει το θέαμα μέσα από τα φίλτρα του ίνσταγκραμ. Οι αγιοβασίληδες τώρα χορεύουν αγκαλιασμένοι, πιάνονται από τη μέση και χορεύουν τραινάκι, τα μάγουλα τους είναι πιο κόκκινα κι απ’ τα καπέλα τους, κάτω από τις μεγάλες γενειάδες διακρίνω πρόσωπα οικεία, μα για δες εκεί κάποιοι φίλοι μου είναι ντυμένοι αγιοβασίληδες και χορεύουν σάμπα, ο κυνισμός μου έχει χτυπήσει κόκκινο. Είμαι αντικοινωνικό στοιχείο, το ξέρω, αλλά κι ο Douglas Coupland δεν με αφήνει στην ησυχία μου, όλο το βράδυ κροταλίζει μέσα στο κεφάλι μου σαν κακό χριστουγεννιάτικο ξωτικό, ω κοίτα μαμά εδώ οι άνθρωποι αγκαλιάζονται ακόμα, σταμάτα σταμάτα πια και άσε τους ανθρώπους να χαρούν λιγάκι, από το μυαλό μου περνάει σαν σκρολ ένα ολόγραμμα ΤΟ ΦΛΕΓΜΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΕΙ ΦΛΕΓΜΟΝΕΣ ΤΟ ΦΛΕΓΜΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΕΙ ΦΛΕΓΜΟΝΕΣ ΤΟ ΦΛΕΓΜΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΕΙ ΦΛΕΓΜΟΝΕΣ, τελικά τα ντεσιμπέλ των χοχοχο δυναμώνουν και καλύπτουν τις φωνές στο κεφάλι μου. Έχω ένα εκατομμύριο λόγους που δεν με αφήνουν να πάρω μέρος σε αυτό το χριστουγεννιάτικο υπερθέαμα, σκέφτομαι ας πούμε ότι αν όλοι αυτοί οι αγιοβασίληδες κατέβαιναν έστω και σε μία γενική απεργία η ζωή μας ίσως να ήταν αλλιώς, μετά τους φαντάζομαι να συνεχίζουν τα χοχοχο στον καναπέ τους με το χέρι στο τηλεκοντρόλ, είμαι απαίσιος, το ξέρω, δεν είμαι πάντα έτσι όμως, μερικές φορές μόνο, ας πούμε στις στιγμές της μαζικής έκστασης, το ‘χω αυτό από το σχολείο, όταν οι υπόλοιποι συμμαθητές μου έκαναν γιορτές εγώ κάπνιζα με τους κολλητούς στην πίσω αυλή και σχεδιάζαμε να αλλάξουμε τον κόσμο. Πάντως ο κύριος και σημαντικότερος λόγος της αντικοινωνικότητας μου είναι πάλι αυτή η γαμημένη η ενοχή που συνεχώς με τραβάει σαν τσιμπίδα πίσω στην άγρια καθημερινότητα, μαλακία το ξέρω, αλλά έτσι λειτουργεί το πράγμα. Κι εκεί που με έχει ρουφήξει για τα καλά η μαύρη τρύπα του κυνισμού μου, λίγα μέτρα μακριά ένας τεράστιος αγιοβασίλης μου κάνει νοήματα με τα χέρια και με γρήγορα χοροπηδηχτά βηματάκια πλησιάζει προς το μέρος μου, με βουτάει στα μεγάλα του μπράτσα και με ρωτάει αν ήμουν καλό παιδάκι φέτος χοχοχο. Κι ενώ ετοιμάζομαι να το βάλω στα πόδια ή έστω να του πω κάτι πρόστυχο, ο,τιδήποτε θα εξαφάνιζε μια και καλή το τεράστιο χαμόγελο από τα χοντρά ροδοκόκκινα μάγουλα, κάτι συμβαίνει και δεν μπορώ να δραπετεύσω από την αγκαλιά του και ξαφνικά γίνεται το πιο περίεργο πράγμα του κόσμου, αρχίζω να κλαίω με λυγμούς, δεν μπορώ να σταματήσω να κλαίω, κλαίω και μουσκεύω τη γενειάδα του χοντρού αγιοβασίλη, κλαίω για όλα όσα με πόνεσαν τη χρονιά που φεύγει, για τα ανθρώπινα πεφταστέρια των μπαλκονιών, για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης που κλείνουν τις ζωές μας κι όλους αυτούς που και φέτος πήγαν άκλαυτοι στα σύνορα του Έβρου, κλαίω για το τέρας που στρογγυλοκάθισε για τα καλά μέσα μας και τη γάγγραινα του φασισμού που σιγά σιγά καλύπτει τα πάντα στο πέρασμα της, κλαίω για την ανθρώπινη αξία που πια μετριέται σε μελέτες στατιστικές, κλαίω και είναι ένα κλάμα ατέλειωτο, λυτρωτικό, απελευθερωτικό και είναι ένα κλάμα που το ξέρω καλά ότι σύντομα ή θα με πνίξει ή θα γίνει ποτάμι να παρασύρει όλα όσα βρομίζουν τη ζωή.