Λίγο πριν τη διασταύρωση αυτή, τα μάτια στραμμένα στον Αρειο Πάγο, έβλεπαν -διαπερνώντας το κτίριο- τη στάση λεωφορείου στον πίσω του δρόμο. Θά'ταν το 92; Ναι, τότε ήταν. Στη διασταύρωση με τη Διδότου μύρισα τα βήματα που κατέβαιναν τις σκάλες του Γαλλικού Ινστιτούτου, είδα το ρεμπετάδικο που έχει γίνει jazz bar, και δυο βήματα μετά είδα ξανά -μέσ'απ'την αδιαφανή πόρτα- τους διαδρόμους και τις σκάλες της βιβλιοθήκης της Νομικής, εκείνου του άθλιου κτιρίου που έκρυψε για κάποια φεγγάρια -κάτω από ανύπαρκτο πέπλο μελέτης για την εξεταστική του Ιουνίου- παράνομους έρωτες που μύριζαν βιβλία, ζεστή γλώσσα και βαριά στριφτά τσιγάρα. Τι να σου πω για την Τσιμισκή, τη Σόλωνος και την Ακαδημίας- αν χρειαζόταν ποτέ να ξεθάψω, σκάβοντας με τα νύχια, τα θαμμένα κομμάτια του εαυτού, εκεί θα γονάτιζα για μέρες και μέρες και νύχτες και νύχτες στη σειρά, σκάβοντας και μυρίζοντας τις νεραντζιές.
Θυμάμαι ποιον εαυτό θα έβρισκα κάτω από τα πεζοδρόμια με τις σπασμένες πλάκες. Ας μείνει όμως εκεί. Μου αρκεί να με αρπάζει μια στο τόσο, σε μια τυχαία μέρα στο κέντρο, που ξεκίνησα για δουλειές και κατέληξα να παλινδρομώ και να σου γράφω.
Σε φιλώ,
Η γιαγιά