Πήγαμε στο λιμάνι, τα φορτώσαμε και τα πήραμε στο σπίτι μας. Κυρίως ήταν ηλεκτρονικά πράγματα, τηλεόραση, ενισχυτής, ηχεία, βιντεοκάμερα και άλλα μαραφέτια, που τότε ήταν πανάκριβα στην Ελλάδα. Ανοίξαμε ανυπόμονα τα κιβώτια. Περιείχαν μόνον τούβλα. Δεν έπεσα να πεθάνω εκείνη τη στιγμή, μιας και ως γερμανόπληκτος τα είχα, φυσικά, ασφαλίσει. Οπότε πήγα στο τελωνείο για να πάρω μια βεβαίωση ότι κλάπηκαν και να πάρω πίσω τα λεφτά μου από την ασφαλιστική.
«Μα αφού έχετε υπογράψει την παραλαβή των κιβωτίων», μου είπε αδιάφορα ο τελωνειακός, «δυστυχώς δε μπορούμε να κάνουμε τίποτα». Μάνιασα. Από ανώτερο σε ανώτερο και πάλι σε ανώτερο, μέχρι τον ανώτατο.
«Η μοναδική λύση που μπορεί να βοηθήσει», είπε ο ανώτατος, «είναι αν βάλει η γυναίκα σου μια μίνι φουστίτσα και ένα προκλητικό ντεκολτέ και αφήσει να εννοηθεί στον αποθηκάριο ότι, αν τα πράγματα βρεθούν, κάτι μπορεί να προκύψει».
Το κάναμε. Τα πράγματα δε βρέθηκαν ποτέ, αλλά ο αποθηκάριος τηλεφωνούσε σχεδόν καθημερινά στο σπίτι και πρότεινε στη γυναίκα μου να πάνε για ένα καφεδάκι, διότι είχε νεότερα.
«Αν θέλεις, μπορούμε να συμβιβαστούμε στα 4 εκατομμύρια, δύο και δύο», είπε ο κύριος Μ. της ΔΟΥ Θεσσαλονίκης, που έφτασε μια μέρα του 1997 στο γραφείο μου, μόνος του, για τακτικό έλεγχο. Φυσικά και δε δέχτηκα, αφού ήξερα πολύ καλά ότι δεν είχα κάνει καμιά παρανομία. Στον έλεγχο που μου είχε κάνει η γερμανική εφορία, οκτώ χρόνια πριν και με πολύ μεγαλύτερους τζίρους, είχα πληρώσει ένα πρόστιμο 62 μάρκων, για κάποια αμέλεια. Έπιασε λοιπόν ο κύριος Μ. και ξεσκόνισε τα βιβλία μου. Κάθε μέρα ερχόταν κατά τις έντεκα, ζητούσε καφέ και όλη την ώρα την έπεφτε στη γραμματέα μου, ώσπου να πάει μεσημεράκι και να φύγει. Ενδιάμεσα τραβούσε και κανένα τιμολόγιο εξόδων, με ρωτούσε πού είναι η κατατεθειμένη στην εφορία σύμβαση έργου, το έβαζε στην άκρη. Μετά από τρεις εβδομάδες μου δήλωσε πασιχαρής ότι είχε φτάσει στα έντεκα εκατομμύρια πρόστιμο και ρωτούσε αν θα ήθελα να συνεχίσει. Ακόμη και ο λογιστής μου, πρότεινε να συμβιβαστώ. Δύο και δύο. Το δέχτηκα. Διαμαρτυρήθηκα λίγο, αλλά όπως μου είπε και ο κύριος Μ. «έλα μωρέ, τόση ακίνητη περιουσία έχεις».
Ευτυχώς τα χρόνια πέρασαν και η Ελλάδα του 2006 είχε πια μπει για τα καλά στην Ευρώπη. Η Θεσσαλονίκη απέκτησε στο μεταξύ ένα υπερσύγχρονο πλανητάριο με θόλο και πρωθυπουργό τον Κώστα Καραμανλή που ήρθε για να το εγκαινιάσει. Ο τότε υπουργός Μακεδονίας σκέφτηκε λοιπόν να του κάνει μια έκπληξη. Έτσι ανέλαβα εγώ να δημιουργήσω την πρώτη ελληνική ταινία για πλανητάριο με τίτλο «Μακεδονία-Θράκη». Την ημέρα των εγκαινίων, ξυρίστηκα, πλύθηκα, έβαλα το καλό μου το κοστουμάκι και πήγα να ζήσω την επιτυχία μου. Με το που τελείωσε η προβολή της, χαμός τα χειροκροτήματα. Πρέπει να έβαλα καμιά δεκαριά πόντους εκείνη τη στιγμή. Μετά, ανέβηκε στο βήμα ο γενικός γραμματέας Πολιτισμού κύριος Ζαχόπουλος και ευχαρίστησε θερμά τον κύριο Β.Κ. (εμένα με λένε Γιάννη Βαλτή), τον εμπνευστή και δημιουργό της ταινίας. Σηκώθηκε ο κύριος Β.Κ., ο οποίος καμιά σχέση δεν είχε με την ταινία, και πέρασαν όλοι από μπροστά του και του έσφιξαν το χέρι. Άλλα έγραφε στους τίτλους τέλους της ταινίας, αλλά συμπτωματικά είχαν ανάψει πρότερα τα φώτα κι έτσι οι τίτλοι χάθηκαν. Κοκάλωσα τόσο πολύ που του έσφιξα κι εγώ το χέρι και του είπα συγχαρητήρια. Είκοσι χρόνια πριν, που είχα κάνει μια παρουσίαση των δραστηριοτήτων του υπουργείου Εσωτερικών της Γερμανίας, για να την βλέπουν οι επισκέπτες του υπουργείου, θυμάμαι που στους τίτλους δεν είχα βάλει το όνομα μου, αλλά αυτό της εταιρείας παραγωγής. Φαντάστηκα ότι δε θα ήθελαν να κλείνει η ταινία τους με το όνομα ενός ξένου. Την παρουσίασα στον τότε υπουργό, κύριο Zimmermann, ο οποίος αφού εξέφρασε την ικανοποίηση του, με ρώτησε το γιατί δεν είδε πουθενά το όνομα μου στους τίτλους. Του εξήγησα, με κατσάδιασε και μου είπε ότι είναι περήφανοι για τη συνεργασία τους μ' έναν αλλοδαπό.
Το 2012 διαγνώσθηκε ο καρκίνος μου.
Σήμερα είμαι καλά και θα γιορτάσω την εθνική επέτειο.
























