Σε μια χώρα όπου ο μαφιόζικος πόλεμος των παραγόντων του ποδοσφαίρου οδηγεί την επίσημη Πολιτεία να σηκώνει τα χέρια ψηλά σταματώντας τα πρωταθλήματα, δε γίνεται να μη φοβάται κανείς τα χειρότερα.
Σε μια χώρα όπου κυβέρνηση και αντιπολίτευση δεν ομονοούν πουθενά -ούτε καν συζητούν- είναι λογικό να σκέφτεται κανείς ότι μόνο ένα θαύμα μας σώζει.
Η Ελλάδα στον πέμπτο χρόνο της κρίσης εξακολουθεί να συμπεριφέρεται σαν ένας απολύτως ανώριμος άνθρωπος, που δεν έχει πλήρη συναίσθηση των καταστάσεων.
Το μόνο που διακρίνει κανείς είναι ιδιοτέλεια, που συνοδεύεται –ή μάλλον ενδύεται- μ’ έναν αφόρητο παλιοκαιρισμό. Σαν να μη βρισκόμαστε στο 2014, αλλά στο 1914 ή –στην καλύτερη περίπτωση- στο 1954. Πώς αλλιώς να εξηγήσει κανείς ότι ακόμη και σήμερα το σύστημα επιτρέπει σε κάποιους να βγουν στη σύνταξη στα 50; Ή ότι η φοροδιαφυγή κάνει πάρτι στα στενά, στις πλατείες και στις λεωφόρους; Το μόνο που αποδεικνύει την οικονομική στενότητα είναι η ταρίφα της μίζας σε πολλά δημόσια νοσοκομεία, που έχει υποχωρήσει στα 50 και 100 ευρώ.
Ό,τι και να δείχνουν τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, όσα διαγγέλματα κι αν βγάλει ο πρωθυπουργός, όσα μαγικά κι αν επικαλεστεί η αντιπολίτευση, η αλήθεια είναι ότι η ελληνική κοινωνία πάσχει από έλλειψη έμπνευσης. Οι από πάνω λένε ό,τι ακριβώς έλεγαν οι αντίστοιχοι από πάνω πριν από 30 χρόνια -δηλαδή ό,τι θέλουν να ακούσουν οι από κάτω. Και οι από κάτω έχουν μάθει να τα περιμένουν όλα από τους από πάνω, τους οποίους πιστεύουν, αρκεί να λένε αυτά που οι ίδιοι οι από κάτω θέλουν να ακούσουν.